3,274,159
edits
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταιτιάομαι''': μέλλ. -άσομαι ᾱ, Ἀποθ.:- ἐντελῶς αἴτιόν τινα [[νομίζω]], ἀποδίδω εἰς αὐτὸν ἐνοχὴν κακοῦ, κατηγορῶ, [[ὀνειδίζω]], τινα Ἡρόδ. 6. 14· τὶ σαυτὸν ἀδικῶν τὴν τύχην καταιτιᾷ; Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 116· καταιτιάσηται αὐτὸν ζῶντα Δημ. 1306. 28· τινα ἀσεβείας Δίων Κ. 68. 1· τινα, μετ’ ἀπαρ., κατῃτιᾶτο αὐτὸν χρήματα εἰληφέναι ὁ αὐτ. ἐν Exc. Peiresc. 128·- ἀπολ., ἐν μέσ. ἀλληλοπαθεῖ σημασίᾳ, κατηγορῶ ἀμοιβαίως καὶ κατηγοροῦμαι, [[ἀλλήλων]] ἥπτοντο καταιτιεύμενοι Ἡρόδ. 5. 92, 3. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ἐπιβάλλω]] τι ὡς κατηγορίαν [[ἐναντίον]] τινός, καταλογίζω, ἀμαθίαν Θουκ. 3. 42· καταιτιώμενος [[ταῦτα]] Δημ. 553, 7. ΙΙ. ἡ μετοχ. ἀορ. α΄ παθ. καταιτιαθεὶς [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασίας, τοὺς καταιτιαθέντας ἀπέκτειναν Θουκ. 6. 60· τοὺς ἐκ τοῦ Περσικοῦ πολέμου κ. ἀπολύσαντες τῆς διαβολῆς Πολύβ. 3. 5, 4· μετ’ ἀπαρ., καταιτιαθεὶς [[ταῦτα]] πρᾶξαι Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 32· οὕτω καί, οἱ κατῃτιαμένοι Πολύβ. 32. 7, 14., 33. 1, 4· καὶ μετ’ αἰτ., φήσας αὐτὸν κατῃτιᾶσθαι τὴν κλοπήν, ὅτι εἶχε κατηγορηθῇ διὰ τὴν κλοπήν, Διόδ. 4. 31. | |lstext='''καταιτιάομαι''': μέλλ. -άσομαι ᾱ, Ἀποθ.:- ἐντελῶς αἴτιόν τινα [[νομίζω]], ἀποδίδω εἰς αὐτὸν ἐνοχὴν κακοῦ, κατηγορῶ, [[ὀνειδίζω]], τινα Ἡρόδ. 6. 14· τὶ σαυτὸν ἀδικῶν τὴν τύχην καταιτιᾷ; Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 116· καταιτιάσηται αὐτὸν ζῶντα Δημ. 1306. 28· τινα ἀσεβείας Δίων Κ. 68. 1· τινα, μετ’ ἀπαρ., κατῃτιᾶτο αὐτὸν χρήματα εἰληφέναι ὁ αὐτ. ἐν Exc. Peiresc. 128·- ἀπολ., ἐν μέσ. ἀλληλοπαθεῖ σημασίᾳ, κατηγορῶ ἀμοιβαίως καὶ κατηγοροῦμαι, [[ἀλλήλων]] ἥπτοντο καταιτιεύμενοι Ἡρόδ. 5. 92, 3. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ἐπιβάλλω]] τι ὡς κατηγορίαν [[ἐναντίον]] τινός, καταλογίζω, ἀμαθίαν Θουκ. 3. 42· καταιτιώμενος [[ταῦτα]] Δημ. 553, 7. ΙΙ. ἡ μετοχ. ἀορ. α΄ παθ. καταιτιαθεὶς [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασίας, τοὺς καταιτιαθέντας ἀπέκτειναν Θουκ. 6. 60· τοὺς ἐκ τοῦ Περσικοῦ πολέμου κ. ἀπολύσαντες τῆς διαβολῆς Πολύβ. 3. 5, 4· μετ’ ἀπαρ., καταιτιαθεὶς [[ταῦτα]] πρᾶξαι Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 32· οὕτω καί, οἱ κατῃτιαμένοι Πολύβ. 32. 7, 14., 33. 1, 4· καὶ μετ’ αἰτ., φήσας αὐτὸν κατῃτιᾶσθαι τὴν κλοπήν, ὅτι εἶχε κατηγορηθῇ διὰ τὴν κλοπήν, Διόδ. 4. 31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br /><i>f.</i> καταιτιάσομαι, <i>ao. au sens Pass.</i> κατῃτιάθην, <i>pf.</i> κατῃτίαμαι;<br /><b>1</b> <i>au sens Act.</i> accuser, faire des reproches : τινα <i>ou</i> τινος à qqn ; [[τι]] reprocher qch ; τινα [[περί]] τινος blâmer qqn de qch;<br /><b>2</b> <i>Pass. (à l’ao. et au pf.)</i> être accusé : [[τι]] de qch.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[αἰτιάομαι]]. | |||
}} | }} |