καταισχύνω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταισχύνω''': [[ἀτιμάζω]], ἐντροπιάζω, [[μήτε]] καταισχύνειν πατέρων γένος, Ὀδ. Ω. 508· μὴ καταισχύνητέ τε δαῖτα, ἀκόσμως φερόμενοι, Π. 293, Τ. 12, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 53, Αἰσχύλ. Θήβ. 546, Ἱκέτ. 996, Δημ. 260. 2, κτλ.· τὴν σὴν οὐ κατ. φύσιν, δὲν [[ἀτιμάζω]] τὴν φύσιν σου, δηλ. δὲν δεικνύομαι ἀνάξιός σου, ἀλλ’ ὁμοία σου, Σοφ. Ἠλ. 609· κ. τὸ Τρωϊκὸν [[κλέος]] Εὐρ. Ἑλ. 845· τὸ γένος οὐ καταισχυνῶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1451. κ. τὴν πατρίδα ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1220· τοὺς προγόνους Πλάτ. Λάχ. 187Α· ὑποσχέσεις ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 183Ε· τὰς εὐγενείας ταῖς αὑτῶν… κακίαις Ἰσοκρ. 155C, κτλ. 2) [[ἀτιμάζω]] γυναῖκα, [[διακορεύω]], [[φθείρω]], Λυσ. 96. 15, πρβλ. Δημ. 1125. 12· τὴν παρθενίαν Πλουτ. Νομ. 10. 3) ἐμόν καταίσχυνε… [[χρέος]], μὲ κατῂσχυνε [[διότι]] τὸ [[χρέος]] μου ἔμεινεν ἀπλήρωτον, Πινδ. Ο. 10 (11) 10. ΙΙ. Μέσ., [[αἰσθάνομαι]] αἰδῶ, ἐντροπὴν ἐνώπιόν τινος, θεοὺς Σοφ. Φιλ. 1382, πρβλ. Ο. Τ. 1424· [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθ. ἀορ., καταισχυθέντες τὴν ἀρετήν αὐτῶν Ἰσοκρ. 60Ε· μετ’ ἀπαρ., ἐντρέπομαι νὰ…, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· μὴ καταισχυνθῆναι…, [[ὅπως]] μὴ δόξει…, νὰ μὴ ἐντραπῇ ἐκ φόβου [[μήπως]] φανῇ ἢ νομισθῇ [[δειλός]]…, Θουκ. 6. 13· «καταισχύνειν ἀντὶ τοῦ καταχέζειν» Βαβρ. 82, 8.
|lstext='''καταισχύνω''': [[ἀτιμάζω]], ἐντροπιάζω, [[μήτε]] καταισχύνειν πατέρων γένος, Ὀδ. Ω. 508· μὴ καταισχύνητέ τε δαῖτα, ἀκόσμως φερόμενοι, Π. 293, Τ. 12, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 53, Αἰσχύλ. Θήβ. 546, Ἱκέτ. 996, Δημ. 260. 2, κτλ.· τὴν σὴν οὐ κατ. φύσιν, δὲν [[ἀτιμάζω]] τὴν φύσιν σου, δηλ. δὲν δεικνύομαι ἀνάξιός σου, ἀλλ’ ὁμοία σου, Σοφ. Ἠλ. 609· κ. τὸ Τρωϊκὸν [[κλέος]] Εὐρ. Ἑλ. 845· τὸ γένος οὐ καταισχυνῶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1451. κ. τὴν πατρίδα ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1220· τοὺς προγόνους Πλάτ. Λάχ. 187Α· ὑποσχέσεις ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 183Ε· τὰς εὐγενείας ταῖς αὑτῶν… κακίαις Ἰσοκρ. 155C, κτλ. 2) [[ἀτιμάζω]] γυναῖκα, [[διακορεύω]], [[φθείρω]], Λυσ. 96. 15, πρβλ. Δημ. 1125. 12· τὴν παρθενίαν Πλουτ. Νομ. 10. 3) ἐμόν καταίσχυνε… [[χρέος]], μὲ κατῂσχυνε [[διότι]] τὸ [[χρέος]] μου ἔμεινεν ἀπλήρωτον, Πινδ. Ο. 10 (11) 10. ΙΙ. Μέσ., [[αἰσθάνομαι]] αἰδῶ, ἐντροπὴν ἐνώπιόν τινος, θεοὺς Σοφ. Φιλ. 1382, πρβλ. Ο. Τ. 1424· [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθ. ἀορ., καταισχυθέντες τὴν ἀρετήν αὐτῶν Ἰσοκρ. 60Ε· μετ’ ἀπαρ., ἐντρέπομαι νὰ…, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· μὴ καταισχυνθῆναι…, [[ὅπως]] μὴ δόξει…, νὰ μὴ ἐντραπῇ ἐκ φόβου [[μήπως]] φανῇ ἢ νομισθῇ [[δειλός]]…, Θουκ. 6. 13· «καταισχύνειν ἀντὶ τοῦ καταχέζειν» Βαβρ. 82, 8.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καταισχυνῶ, <i>ao.</i> κατῄσχυνα;<br /><b>1</b> déshonorer, souiller;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> déshonorer <i>ou</i> violer une femme, un enfant, <i>etc.</i><br /><i><b>Moy.</b></i> καταισχύνομαι (<i>ao. Pass.</i> κατῃσχύνθην) éprouver un sentiment de crainte <i>ou</i> de respect devant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[αἰσχύνω]].
}}
}}