ἱπποκέλευθος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱπποκέλευθος''': -ον, ὁ ἐφ’ ἵππων ποιούμενος τὴν κέλευθον, ἐπίθ. τοῦ Πατρόκλου, ὡς τὸ [[ἱππότης]], [[ἱππηλάτης]], Διογενὲς Πατρόκλεις, ἱπποκέλευθε Ἰλ. Π. 126, 584, 839˙ [[ἱππεύς]], Ἀνθ. Π. 9. 210.
|lstext='''ἱπποκέλευθος''': -ον, ὁ ἐφ’ ἵππων ποιούμενος τὴν κέλευθον, ἐπίθ. τοῦ Πατρόκλου, ὡς τὸ [[ἱππότης]], [[ἱππηλάτης]], Διογενὲς Πατρόκλεις, ἱπποκέλευθε Ἰλ. Π. 126, 584, 839˙ [[ἱππεύς]], Ἀνθ. Π. 9. 210.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui combat (<i>propr.</i> qui s’avance) sur un char.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[κέλευθος]].
}}
}}