κελευστός: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κελευστός''': -ή, -όν, κελευσθείς, διαταχθείς, παραγγελθείς, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3.
|lstext='''κελευστός''': -ή, -όν, κελευσθείς, διαταχθείς, παραγγελθείς, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui reçoit un ordre.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κελεύω]].
}}
}}