κεντρόω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεντρόω''': ἐν παθ., ἔχω [[κέντρον]], εἶμαι ὡπλισμένος μὲ [[κέντρον]], Πλάτ. Πολ. 552D, 555D. 2) πλήττων διὰ τοῦ κέντρου, Ἡρόδ. 3. 16˙ ἴδε [[κεντόω]]˙- μεταφορ., παρακινῶ εἴς τι, κεκεντρωμένος εἰς λόγους Ἀριστείδ. 1. 327. ΙΙ. θέτω ἢ [[εὑρίσκω]] ἐν τῷ κέντρῳ, Παύλου Ἀλεξ. Ἀποτελεσμ.
|lstext='''κεντρόω''': ἐν παθ., ἔχω [[κέντρον]], εἶμαι ὡπλισμένος μὲ [[κέντρον]], Πλάτ. Πολ. 552D, 555D. 2) πλήττων διὰ τοῦ κέντρου, Ἡρόδ. 3. 16˙ ἴδε [[κεντόω]]˙- μεταφορ., παρακινῶ εἴς τι, κεκεντρωμένος εἰς λόγους Ἀριστείδ. 1. 327. ΙΙ. θέτω ἢ [[εὑρίσκω]] ἐν τῷ κέντρῳ, Παύλου Ἀλεξ. Ἀποτελεσμ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> armer d’un aiguillon;<br /><b>2</b> piquer d’un aiguillon.<br />'''Étymologie:''' [[κέντρον]].
}}
}}