κίλλος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κίλλος''': ὁ, [[ὄνος]] Ἡσύχ., Δωρ. [[λέξις]] κατὰ τὸν [[Πολυδ]]. Ζ΄, 56· θηλ. κίλλαι, Ἡσύχ., [[μετὰ]] τῆς ἑρμηνείας ἀστράγαλοι, δηλ. κύβοι πεποιημένοι ἐξ ὀστοῦ ὄνου.
|lstext='''κίλλος''': ὁ, [[ὄνος]] Ἡσύχ., Δωρ. [[λέξις]] κατὰ τὸν [[Πολυδ]]. Ζ΄, 56· θηλ. κίλλαι, Ἡσύχ., [[μετὰ]] τῆς ἑρμηνείας ἀστράγαλοι, δηλ. κύβοι πεποιημένοι ἐξ ὀστοῦ ὄνου.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />âne gris.<br />'''Étymologie:''' [[κιλλός]].
}}
}}