κερκώπη: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κερκώπη''': ἡ, [[εἶδος]] τέττιγος [[μετὰ]] μακρᾶς οὐρᾶς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 146, Ἐπίλυκος ἐν «Κωραλίσκῳ» 1, κτλ. (μνημονευόμενον παρ’ Ἀθην. 133Β)· αἰτ. κερκώπαν ἐν Αἰλ. π. Ζ. 10. 44.
|lstext='''κερκώπη''': ἡ, [[εἶδος]] τέττιγος [[μετὰ]] μακρᾶς οὐρᾶς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 146, Ἐπίλυκος ἐν «Κωραλίσκῳ» 1, κτλ. (μνημονευόμενον παρ’ Ἀθην. 133Β)· αἰτ. κερκώπαν ἐν Αἰλ. π. Ζ. 10. 44.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />sorte de cigale, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κέρκος]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[τέττιξ]], [[μέμβραξ]], [[ἀκανθίας]].
}}
}}