κλυτοεργός: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλῠτοεργός''': -όν, (*[[ἔργω]]), [[περίφημος]] διὰ τὴν ἐργασίαν του, διὰ τὴν τέχνην του, [[ἑπομένως]] συνώνυμον τῷ [[κλυτοτέχνης]], ἐπίθ, τοῦ Ἡφαίστου, Ὀδ. Θ. 345· Τύχη Ἀνθ. Π. 10. 64.
|lstext='''κλῠτοεργός''': -όν, (*[[ἔργω]]), [[περίφημος]] διὰ τὴν ἐργασίαν του, διὰ τὴν τέχνην του, [[ἑπομένως]] συνώνυμον τῷ [[κλυτοτέχνης]], ἐπίθ, τοῦ Ἡφαίστου, Ὀδ. Θ. 345· Τύχη Ἀνθ. Π. 10. 64.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />célèbre par ses ouvrages <i>ou</i> son talent.<br />'''Étymologie:''' [[κλυτός]], [[ἔργον]].
}}
}}