3,271,364
edits
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλειδουχέω''': Ἀττ. κλῃδ-, εἶμαι [[κλειδοῦχος]], κλ. θεᾶς, εἶμαι [[ἱέρεια]] αὐτῆς, Εὐρ. Ι. Τ. 1463. ΙΙ. παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἡρ. Μαιν. 1288, εὑρίσκομεν παθ. μετοχ. κλῃδουχούμενοι, [[ὅπερ]] ὁ Matthiä ἑρμηνεύει, ἐκ τοῦ πλησίον παρατηρούμενοι, παραφυλαττόμενοι ἀλλ’ ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] πιθανῶς ἐφθαρμένη, ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ. | |lstext='''κλειδουχέω''': Ἀττ. κλῃδ-, εἶμαι [[κλειδοῦχος]], κλ. θεᾶς, εἶμαι [[ἱέρεια]] αὐτῆς, Εὐρ. Ι. Τ. 1463. ΙΙ. παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἡρ. Μαιν. 1288, εὑρίσκομεν παθ. μετοχ. κλῃδουχούμενοι, [[ὅπερ]] ὁ Matthiä ἑρμηνεύει, ἐκ τοῦ πλησίον παρατηρούμενοι, παραφυλαττόμενοι ἀλλ’ ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] πιθανῶς ἐφθαρμένη, ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />avoir les clefs (d’un temple), être surveillant <i>ou</i> prêtre d’un temple.<br />'''Étymologie:''' [[κλειδοῦχος]]. | |||
}} | }} |