κλῆρος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλῆρος''': Δωρ. [[κλᾶρος]], ου, ὁ, [[κλῆρος]], «λαχνός»· παρ’ Ὁμ. [[ἕκαστος]] σημειώνει τὸν κλῆρόν του καὶ ῥίπτει αὐτὸν ἐντὸς περικεφαλαίας (μεθ’ Ὅμηρ. ἦτο ἐν χρήσει [[ἀγγεῖον]] πρὸς τὸν σκοπόν, ἡ [[κληρωτρίς]]), ἐν ᾗ ἀνεπάλλοντο, οὗ τινος δὲ ὁ [[κλῆρος]] πρῶτος ἐξεπήδα ἐκ τῆς περικεφαλαίας [[οὗτος]] ἦτο ὁ λαχών, ὡς ἔφαθ’, οἱ δὲ κλῆρον ἐσημήναντο [[ἕκαστος]], ἐν δ’ ἔβαλον κυνέῃ... πάλλεν δὲ [[Γερήνιος]] [[ἱππότα]] [[Νέστωρ]], ἐκ δ’ ἔθορε [[κλῆρος]] κυνέης... Αἴαντος Ἰλ. Η. 175· κλήρους ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλον Γ. 316, πρβλ. Ὀδ. Κ. 206· ἐκ [[κλῆρος]] ὄρουσεν Ἰλ. Γ. 325· ἐν δὲ κλήρους ἐβάλοντο Ψ. 352· ἐπὶ κλήρους ἐβάλοντο Ὀδ. Ξ. 209· κλήρῳ πεπαλάσθαι Ι. 331· κλήρῳ λάχον ἐνθάδ’ ἕπεσθαι Ἰλ. Ω. 400, πρβλ. Ψ. 862, Ἡρόδ. 3. 83, Αἰσχύλ. Πέρσ. 187, κτλ.· κλήρου κατὰ μοῖραν Εὐρ. Ρῆσ. 545· διὰ τὴν τοῦ κλήρου τύχην Πλάτ. Πολ. 619D, κτλ.· κλήροις θεοπροπέων, divinans per sortes, Πινδ. Π. 4. 338, πρβλ. Wess. εἰς Ἡρόδ. 4. 67, Τακίτ. Γερμ. 10· [[ὅθεν]] ἐπὶ χρησμῶν, Εὐρ. Ἱππ. 1057, Φοίν. 838, Ἴων 908. ― Ὁ ἐπὶ τῆς ἐπιτυχίας τῶν κλήρων θεὸς ἦτο ὁ [[Ἑρμῆς]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 361. 2) τὸ ῥίπτειν ἢ ἐξάγειν κλήρους, κλ. τίθεσθαι Εὐρ. Ι. Α. 1198· πολλοὶ τῶν Ἀθήνησιν ἀρχόντων ἐξελέγοντο διὰ κλήρου κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν διὰ χειροτονίας ἢ αἱρέσεως, Ξεν. Ἀθην. 1, 2, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 16· πρβλ. [[κύαμος]] ΙΙ, [[κληρωτός]]· ― [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Λατ. sortitio provinciarum, Πλουτ. Αἰμίλ. 10. ΙΙ. τὸ διὰ κλήρου ἀπονεμόμενον, ἡ διὰ κλήρου ἀπονομὴ γῆς εἰς τοὺς πολίτας (πρβλ. [[κληρουχία]]), Ἡρόδ. 2. 109, Θουκ. 3. 50, Πλάτ. Νόμ. 741Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 13., 2. 7, 6., 6. 4, 9., 7. 10, 11· ― [[ἀλλά]], 2) παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, [[καθόλου]], [[μέρος]] γῆς, [[ἀγροκήπιον]], [[κτῆμα]], [[οἶκος]] καὶ [[κλῆρος]] [[ἀκήρατος]] Ἰλ. Ο. 498· οἶκόν τε κλῆρόν τε Ὀδ. Ξ. 64, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 37. 343, Πινδ. Ο. 13. 87· κατέφαγε τὸν κλῆρον Ἱππῶναξ 26· οἱ κλῆροι τῶν Συρίων, τὰ ἀγροτικὰ κτήματα αὐτῶν, Ἡρόδ. 1. 76, πρβλ. 9. 94 ([[ἔνθα]] οἱ κλῆροι ἀμέσως κατόπιν καλοῦνται ἀγροί)· Κύπρου Πάφου τ’ ἔχουσα... κλῆρον, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 325· κατὰ κλῆρον Ἰαόνιον ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 897, πρβλ. καὶ Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 63. 4., 83. 4., 86. 9., 12. 10. ΙΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. οἱ κληρικοί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς λαϊκούς· πρβλ. Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΗ΄, 20, Δευτ. ΙΗ΄, 2).
|lstext='''κλῆρος''': Δωρ. [[κλᾶρος]], ου, ὁ, [[κλῆρος]], «λαχνός»· παρ’ Ὁμ. [[ἕκαστος]] σημειώνει τὸν κλῆρόν του καὶ ῥίπτει αὐτὸν ἐντὸς περικεφαλαίας (μεθ’ Ὅμηρ. ἦτο ἐν χρήσει [[ἀγγεῖον]] πρὸς τὸν σκοπόν, ἡ [[κληρωτρίς]]), ἐν ᾗ ἀνεπάλλοντο, οὗ τινος δὲ ὁ [[κλῆρος]] πρῶτος ἐξεπήδα ἐκ τῆς περικεφαλαίας [[οὗτος]] ἦτο ὁ λαχών, ὡς ἔφαθ’, οἱ δὲ κλῆρον ἐσημήναντο [[ἕκαστος]], ἐν δ’ ἔβαλον κυνέῃ... πάλλεν δὲ [[Γερήνιος]] [[ἱππότα]] [[Νέστωρ]], ἐκ δ’ ἔθορε [[κλῆρος]] κυνέης... Αἴαντος Ἰλ. Η. 175· κλήρους ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλον Γ. 316, πρβλ. Ὀδ. Κ. 206· ἐκ [[κλῆρος]] ὄρουσεν Ἰλ. Γ. 325· ἐν δὲ κλήρους ἐβάλοντο Ψ. 352· ἐπὶ κλήρους ἐβάλοντο Ὀδ. Ξ. 209· κλήρῳ πεπαλάσθαι Ι. 331· κλήρῳ λάχον ἐνθάδ’ ἕπεσθαι Ἰλ. Ω. 400, πρβλ. Ψ. 862, Ἡρόδ. 3. 83, Αἰσχύλ. Πέρσ. 187, κτλ.· κλήρου κατὰ μοῖραν Εὐρ. Ρῆσ. 545· διὰ τὴν τοῦ κλήρου τύχην Πλάτ. Πολ. 619D, κτλ.· κλήροις θεοπροπέων, divinans per sortes, Πινδ. Π. 4. 338, πρβλ. Wess. εἰς Ἡρόδ. 4. 67, Τακίτ. Γερμ. 10· [[ὅθεν]] ἐπὶ χρησμῶν, Εὐρ. Ἱππ. 1057, Φοίν. 838, Ἴων 908. ― Ὁ ἐπὶ τῆς ἐπιτυχίας τῶν κλήρων θεὸς ἦτο ὁ [[Ἑρμῆς]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 361. 2) τὸ ῥίπτειν ἢ ἐξάγειν κλήρους, κλ. τίθεσθαι Εὐρ. Ι. Α. 1198· πολλοὶ τῶν Ἀθήνησιν ἀρχόντων ἐξελέγοντο διὰ κλήρου κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν διὰ χειροτονίας ἢ αἱρέσεως, Ξεν. Ἀθην. 1, 2, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 16· πρβλ. [[κύαμος]] ΙΙ, [[κληρωτός]]· ― [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Λατ. sortitio provinciarum, Πλουτ. Αἰμίλ. 10. ΙΙ. τὸ διὰ κλήρου ἀπονεμόμενον, ἡ διὰ κλήρου ἀπονομὴ γῆς εἰς τοὺς πολίτας (πρβλ. [[κληρουχία]]), Ἡρόδ. 2. 109, Θουκ. 3. 50, Πλάτ. Νόμ. 741Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 13., 2. 7, 6., 6. 4, 9., 7. 10, 11· ― [[ἀλλά]], 2) παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, [[καθόλου]], [[μέρος]] γῆς, [[ἀγροκήπιον]], [[κτῆμα]], [[οἶκος]] καὶ [[κλῆρος]] [[ἀκήρατος]] Ἰλ. Ο. 498· οἶκόν τε κλῆρόν τε Ὀδ. Ξ. 64, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 37. 343, Πινδ. Ο. 13. 87· κατέφαγε τὸν κλῆρον Ἱππῶναξ 26· οἱ κλῆροι τῶν Συρίων, τὰ ἀγροτικὰ κτήματα αὐτῶν, Ἡρόδ. 1. 76, πρβλ. 9. 94 ([[ἔνθα]] οἱ κλῆροι ἀμέσως κατόπιν καλοῦνται ἀγροί)· Κύπρου Πάφου τ’ ἔχουσα... κλῆρον, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 325· κατὰ κλῆρον Ἰαόνιον ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 897, πρβλ. καὶ Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 63. 4., 83. 4., 86. 9., 12. 10. ΙΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. οἱ κληρικοί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς λαϊκούς· πρβλ. Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΗ΄, 20, Δευτ. ΙΗ΄, 2).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I. 1</b> objet dont on se sert pour tirer au sort, <i>primit.</i> petites pierres, cailloux, petits morceaux de bois <i>qu’on déposait dans un casque, postér. dans un vase où on les agitait avant de tirer</i> : [[ἐν]] κλήρους <i>ou</i> ἐπὶ κλήρους ἐβάλοντο IL, OD ils jetèrent les sorts (dans le casque) ; κλῆρον καθιέναι SOPH jeter le sort (dans le casque <i>ou</i> dans l’urne) ; κλήρους [[ἐν]] κυνέῃ πάλλειν IL agiter les sorts dans un casque ; ἐξέθορε [[κλῆρος]] κυνέης IL le sort est sorti du casque ; [[ἐκ]] [[κλῆρος]] ὄρουσεν IL le sort est sorti ; κλήρῳ [[λαχεῖν]] IL obtenir par le sort;<br /><b>2</b> tirage au sort, attribution par le sort (d’une fonction, <i>etc.</i>);<br /><b>II.</b> ce qu’on obtient par le sort, lot, part ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> part d’héritage ; héritage;<br /><b>2</b> bien, domaine ; <i>particul.</i> lot de terre assigné à des colons (<i>cf.</i> [[κληρουχία]]) ; <i>en gén.</i> contrée possédée <i>ou</i> habitée par qqn.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[κλῆμα]], <i>lat.</i> clades, de [[κλάω]].
}}
}}