κῆτος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῆτος''': -εος, τό, [[θαλάσσιος]] [[ἰχθὺς]] [[παμμεγέθης]], μέγα θαλάσσιον [[θηρίον]], δελφῖνάς τε κύνας τε καὶ [[εἴποτε]] μεῖζον ἕληται [[κῆτος]] Ὀδ. Μ. 97, πρβλ. Ε. 421, Ἰλ. Υ. 147, Ἡρόδ. 4. 53 (διάφ. δραφ. κτήνεα)· ἐν Ὀδ. Δ. 446, 452, = [[φώκη]]· περὶ τοῦ θαλασσίου θηρίου εἰς ὃ ἐξετέθη ἡ Ἀνδρομέδα, Εὐρ. Ἀποσπ. 121, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 556, Θεσμ. 1033. 2) ἐν τῇ Φυσικῇ Ἱστορ., πᾶς [[μέγας]] [[θαλάσσιος]] [[ἰχθὺς]] ἐκ τοῦ εἴδους τῆς φαλλαίνης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. 6. 12, 1, π. Ζ. Μορ. 3. 6, 2., 4. 13, 25, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[κητώδης]]. ΙΙ. [[ἀστερισμός]] τις, ὁ τοῦ Κικέρωνος pistrix, Ἄρατ. 534. (Ἐν συνθέσει φαίνεται ὅτι εἶχε τὴν ἔννοιαν τοῦ βάθους, τῆς ἀβύσσου, ὡς τὸ [[καιάδας]], πρβλ. [[καιετάεις]], [[κητώεις]], [[μεγακήτης]], καὶ τὸ [[κῆτος]] θὰ ἦτο [[θηρίον]] τῶν βαθέων ὑδάτων, πρβλ. Λατ. s-quat-ina ([[καρχαρίας]])· ὁ Κούρτ. ἀποδέχεται τοῦτο καὶ ἀναφέρει τὰς λέξεις εἰς ἣν ῥίζαν καὶ τὰ ῥήματα [[κείω]], [[κεάζω]], ἃ ἴδε).
|lstext='''κῆτος''': -εος, τό, [[θαλάσσιος]] [[ἰχθὺς]] [[παμμεγέθης]], μέγα θαλάσσιον [[θηρίον]], δελφῖνάς τε κύνας τε καὶ [[εἴποτε]] μεῖζον ἕληται [[κῆτος]] Ὀδ. Μ. 97, πρβλ. Ε. 421, Ἰλ. Υ. 147, Ἡρόδ. 4. 53 (διάφ. δραφ. κτήνεα)· ἐν Ὀδ. Δ. 446, 452, = [[φώκη]]· περὶ τοῦ θαλασσίου θηρίου εἰς ὃ ἐξετέθη ἡ Ἀνδρομέδα, Εὐρ. Ἀποσπ. 121, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 556, Θεσμ. 1033. 2) ἐν τῇ Φυσικῇ Ἱστορ., πᾶς [[μέγας]] [[θαλάσσιος]] [[ἰχθὺς]] ἐκ τοῦ εἴδους τῆς φαλλαίνης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. 6. 12, 1, π. Ζ. Μορ. 3. 6, 2., 4. 13, 25, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[κητώδης]]. ΙΙ. [[ἀστερισμός]] τις, ὁ τοῦ Κικέρωνος pistrix, Ἄρατ. 534. (Ἐν συνθέσει φαίνεται ὅτι εἶχε τὴν ἔννοιαν τοῦ βάθους, τῆς ἀβύσσου, ὡς τὸ [[καιάδας]], πρβλ. [[καιετάεις]], [[κητώεις]], [[μεγακήτης]], καὶ τὸ [[κῆτος]] θὰ ἦτο [[θηρίον]] τῶν βαθέων ὑδάτων, πρβλ. Λατ. s-quat-ina ([[καρχαρίας]])· ὁ Κούρτ. ἀποδέχεται τοῦτο καὶ ἀναφέρει τὰς λέξεις εἰς ἣν ῥίζαν καὶ τὰ ῥήματα [[κείω]], [[κεάζω]], ἃ ἴδε).
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />monstre aquatique, tout animal énorme vivant dans l’eau (baleine, crocodile, hippopotame, <i>etc.) ; particul.</i> phoque.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
}}