κόκκυ: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόκκῡ''': [[κυρίως]] ἡ κραυγὴ τοῦ κόκκυγος (κοινῶς «κούκκου»)· ― ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον ὡς [[ἐπιφώνημα]], = ἐμπρός, γρήγορα ! (ταχὺ Σουΐδ.), [[κόκκυ]], [[πεδίονδε]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 507· [[κόκκυ]], μεθεῖτε, ἐμπρὸςἄφετε, Βάτρ. 1384· «οὐδὲ [[κόκκυ]], ἀντὶ τοῦ οὐδὲ βραχὺ» Α. Β. 105, 22. (Ὀνοματ., πρβλ. κοΐ, [[κοάξ]]· [[ἐντεῦθεν]] [[κόκκυξ]], [[κοκκύζω]]· Σανσκρ. kôkilas, Λατ. cuculus· Ἀρχ. Γερ. gauh (Σκωτικ. gouh), Γερμ. kukuk, Λιθ. kukúti (κοκκύζειν), κτλ.)
|lstext='''κόκκῡ''': [[κυρίως]] ἡ κραυγὴ τοῦ κόκκυγος (κοινῶς «κούκκου»)· ― ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον ὡς [[ἐπιφώνημα]], = ἐμπρός, γρήγορα ! (ταχὺ Σουΐδ.), [[κόκκυ]], [[πεδίονδε]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 507· [[κόκκυ]], μεθεῖτε, ἐμπρὸςἄφετε, Βάτρ. 1384· «οὐδὲ [[κόκκυ]], ἀντὶ τοῦ οὐδὲ βραχὺ» Α. Β. 105, 22. (Ὀνοματ., πρβλ. κοΐ, [[κοάξ]]· [[ἐντεῦθεν]] [[κόκκυξ]], [[κοκκύζω]]· Σανσκρ. kôkilas, Λατ. cuculus· Ἀρχ. Γερ. gauh (Σκωτικ. gouh), Γερμ. kukuk, Λιθ. kukúti (κοκκύζειν), κτλ.)
}}
{{bailly
|btext=<i>interj.</i><br />« coucou », <i>cri de l’oiseau de ce nom ; p. ext.</i> allons !.
}}
}}