κλάσμα: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλάσμα''': τό, τὸ θραυσθέν, ἀποκοπέν, [[τεμάχιον]], Ἀνθ. Π. 6. 304., 11. 153, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 19, Καιν. Διαθ.
|lstext='''κλάσμα''': τό, τὸ θραυσθέν, ἀποκοπέν, [[τεμάχιον]], Ἀνθ. Π. 6. 304., 11. 153, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 19, Καιν. Διαθ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />morceau brisé, fragment.<br />'''Étymologie:''' [[κλάω]].
}}
}}