3,252,772
edits
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κιστοφόρος''': -ον, ([[κίστη]]) φέρων κίστην ἢ [[κιβώτιον]] ἐν μυστικαῖς πομπαῖς, Δημ. 313. 28, [[ἔνθα]] τινὲς προτιμῶσι τὴν γραφὴν κιττοφόρος (δηλ. [[κισσοφόρος]]), ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 647· ἀλλὰ [[κισταφόρος]] ἀπαντᾷ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2052. 18· καὶ κίστιβερ, τό, Λατ. cistifer, [[αὐτόθι]] 6218. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[νόμισμα]] φέρον ἐντετυπωμένην κίστην καὶ ἔχον ἀξίαν τριῶν [[περίπου]] δραχμῶν, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 6, 2, Λιβάν. 37, 46. | |lstext='''κιστοφόρος''': -ον, ([[κίστη]]) φέρων κίστην ἢ [[κιβώτιον]] ἐν μυστικαῖς πομπαῖς, Δημ. 313. 28, [[ἔνθα]] τινὲς προτιμῶσι τὴν γραφὴν κιττοφόρος (δηλ. [[κισσοφόρος]]), ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 647· ἀλλὰ [[κισταφόρος]] ἀπαντᾷ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2052. 18· καὶ κίστιβερ, τό, Λατ. cistifer, [[αὐτόθι]] 6218. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[νόμισμα]] φέρον ἐντετυπωμένην κίστην καὶ ἔχον ἀξίαν τριῶν [[περίπου]] δραχμῶν, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 6, 2, Λιβάν. 37, 46. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui porte les corbeilles sacrées.<br />'''Étymologie:''' [[κίστη]], [[φέρω]]. | |||
}} | }} |