κομίζω: Difference between revisions

2,693 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κομίζω''': μέλλ. κομιῶ, οὐ μόνον παρ’ Ἀττ., ἀλλὰ καὶ ἐν Ὀδ. Ο. 546· κομίσω, μόνον παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] ἐν Ἀνθ. (ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 768 [[εἶναι]] ἀόρ. ὑποτ.)· ― ἀόρ. ἐκόμισα, Ἐπικ. ἐκόμισσα ἢ κόμισσα Ἰλ., Δωρ. ἐκόμιξα Πινδ. Π. 4. 284· ― πρκμ. κεκόμικα Πλάτ., κτλ. ― Μέσ., μέλλ. κομιοῦμαι Ἀριστοφ., Θουκ. κτλ.· Ἰων. -ιεῦμαι (ἴδε κατωτ. ΙΙ. 4)· μεταγεν. κομίσομαι Φάλαρ.· ― ἀόρ. ἐκομισάμην, Ἐπικ. ἐκομισσ- ἢ κομισσ-, Ὅμ. ― Παθ. μέλλ. -ισθήσομαι Θουκ. 1. 52, Δημ.· ἀόρ. ἐκομίσθην Ἡρόδ., Θουκ., κτλ.· πρκμ. κεκόμισμαι Δημ. 307. 18, ἀλλὰ συχνότερον μὲ μέσ. σημασ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3. (Παθ. ἐκ τῆς √ΚΟΜΙΔJ, ἧς τὸ J ἀπώλετο ἐν τῷ [[κομιδή]], τὸ δὲ δJ ἔγεινε ζ ἐν τῷ [[κομίζω]], ἴδε Ζζ. ΙΙ. 3). Λαμβάνω φροντίδα [[περί]] τινος, [[φροντίζω]], ἐπιμελοῦμαι, περιποιοῦμαι, τόν γε γηράσκοντα [[κομίζω]] Ἰλ. Ω. 541· τόνδε τ’ ἐγὼ κομιῶ Ὀδ. Ο. 546· ἐμὲ [[κεῖνος]] [[ἐνδυκέως]] ἐκόμιζε Ρ. 113· κτλ., κόμισσε δὲ [[Πηνελόπεια]], παῖδα δὲ ὣς ἀτίταλλε Σ. 322, πρβλ. Υ. 68· σπάνιον παρ’ Ἀττ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Χο. 262, 344· ― [[δέχομαι]] φιλίως, [[ξενίζω]], περιποιοῦμαι, Θουκ. 3. 65· κοινότερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, καί σε... κομίσσατο ᾧ ἐνὶ οἴκῳ Ἰλ. Θ. 284, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 316· κομίσασθαί τινα ἐς τὴν οἰκίαν Ἀνδοκ. 16. 37, Ἰσαῖ. 36. 25· ― ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Θ. 451 [[εἶναι]] παθ., [[οὔτι]] κομιζόμενός γε θάμιζεν, δὲν ἦτο ἀντικείμενον συχνῆς περιποιήσεως. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[προσέχω]] εἴς τι, [[φροντίζω]], δίδω προσοχήν, τά σ’ αὐτῆς ἔργα κόμιζε Ἰλ. Ζ. 490, Ὀδ. Φ. 350· κτήματα μὲν... κομιζέμεν ἐν μεγάροισιν Ψ. 355· [[δῶμα]] κ. ἐπὶ τῆς οἰκοδεσποίνης, Π. 74, κτλ.· ἔξω κομίζειν πηλοῦ [[πόδα]], τηρεῖν αὐτὸν ἔξω τοῦ βορβόρου, Αἰσχύλ. Χο. 697. ― Μέσ., ἔργα κομίζεσθαι Δημήτερος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 391· Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν... μέτρῳ εὖ κομίσασθαι ἐν ἄγγεσιν, νὰ ἀποθηκεύσῃ τις..., [[αὐτόθι]] 598. ΙΙ. [[κομίζω]] τι πρὸς φύλαξιν, Ἀμφίμαχον... κόμισαν [[μετὰ]] λαὸν Ἀχαιῶν, ἀπεκόμισαν τὸ πτῶμά του, Ἰλ. Ν. 196· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[Σίντιες]]... [[ἄφαρ]] κομίσαντο πεσόντα, τὸν παρέλαβον, τὸν ἔφερον εἰς τὸν οἶκόν του, Α. 594· κόμισαί με, παράλαβέ με ἀσφαλῆ, σῶσόν με, Ε. 359, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 774· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, τὴν δ’ ἐκόμισσεν [[κῆρυξ]], ὁ [[κῆρυξ]] ἔλαβε καὶ ἐκόμισεν αὐτὴν (τὴν χλαῖναν) διὰ νὰ μὴ χαθῇ, Ἰλ. Β. 183· τρυφάλειαν κόμισαν... ἑταῖροι Γ. 378, πρβλ. Ν. 579· ― παρὰ μεταγεν. [[ἁπλῶς]], σῴζω, ἀπολυτρώνω, [[διασῴζω]], τινὰ ἐκ θανάτου Πινδ. Π. 3. 97, πρβλ. Ν. 8. 76· ἄρουσαν πατρίαν σφίσι κόμισον ὁ αὐτ. Ο. 2. 28· ― νεκρὸν κ., [[φέρω]] εἰς ταφήν, (ὡς τὸ [[ἐκφέρω]]), Σοφ. Αἴ. 1397, Εὐρ. Ἀνδρ. 1264· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἰσαῖ. 71. 13· ἀλλ’ [[ἁπλῶς]] κομίζειν, [[φέρω]] τὸ [[σῶμα]] εἰς τὸν οἶκον, ἀντίθετ. τῷ [[θάπτω]], Αἰσχύλ. Χο. 683, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 71. 2) [[δέχομαι]], [[ἀλλά]] τις Ἀργείων κόμισε χροῒ (δηλ. τὸν ἄκοντα, [[τουτέστι]] τὸ [[ἀκόντιον]] τοῦ Πανθοίδου), Ἰλ. Ξ. 456, πρβλ. 463· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὡς δή μιν τῷ ἐν χροῒ ἐδέξατο τῷ σώματι πᾶν κομίσαιο (δηλ. τὸ [[ἔγχος]]) Χ. 286. 3) [[ἀποφέρω]] ὡς [[βραβεῖον]] ἢ ὡς λείαν, χρυσὸν δ’ Ἀχιλεὺς ἐκόμισε Β. 875· κόμισσα δὲ μούνυχας ἵππους Λ. 738· τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν, ἐκέρδησαν τέσσαρας νίκας, Πινδ. Ν. 2. 30· [[ἔπαινος]], ὃν κομίζετον τοῦδ’ ἀνδρὸς Σοφ. Ο. Κ. 1411· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67· ― [[μετέπειτα]], [[συχνάκις]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[λαμβάνω]] δι’ ἐμαυτόν, [[λαμβάνω]] τι πλῆρες, κτῶμαι, κερδαίνῳ, δόξαν ἐσθλὴν Εὐρ. Ἱππ. 432· τριώβολον Ἀριστοφ. Σφ. 690· τὴν ἀξίαν Πλάτ. Πολ. 615Β· τὰ ἆθλα αὐτῆς [[αὐτόθι]] 621D· τόκους [[αὐτόθι]] 555Ε· κ. τί τινος Σοφ. Ο. Τ. 580· τι [[παρά]] τινος Θουκ. 1. 43· τι ἀπό τινος Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10· καὶ παθ. πρκμ. μὲ μέσ. σημασ., ὑμεῖς τοὺς καρποὺς κεκόμισθε, ἔχετε θερίσῃ τοὺς καρπούς, Δημ. 304. 26· κεκόμισται [[χάριν]] 569. 27· ὡμολόγει κεκομίσθαι τὴν [[προῖκα]] 818. 1, πρβλ. Θουκ. 8. 61, Ἰσαῖ 53. 6. 4) [[φέρω]], [[μεταφέρω]], [[βαστάζω]], κόμισαν [[δέπας]] Ἰλ. Ψ. 699, πρβλ. Ὀδ. Ν. 68, Ἡρόδ., κτλ.· κομίζοις ἂν σεαυτὸν ᾗ θέλεις, δύνασαι ν’ ἀπέλθῃς [[ὅπου]] θέλεις, Σοφ. Ἀντ. 444. ― Παθ., μεταφέρομαι, [[ταξειδεύω]] διὰ ξηρᾶς ἢ διὰ θαλάσσης, Ἡρόδ. 5. 43, κτλ.· [[εἴσω]] κομίζου, εἴσελθε, ἔμβαινε, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1035· κ. [[παρά]] τινα, [[προστρέχω]], [[καταφεύγω]] εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 73· ― ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ἀπαντῶσιν [[ἐνίοτε]] ὁ μέσ. μέλλ. καὶ ἀόρ., κομιεύμεθα ἐς Σίριν Ἡρόδ. 8. 62· οἳ ἂν κομίσωνται... ἐς Βαβυλῶνα ὁ αὐτ. 1. 185· ἔξω κομίσασθ’ οἴκων Εὐρ. Τρῳ. 167. 5) [[φέρω]] εἴς τινα τόπον, [[εἰσφέρω]], [[εἰσάγω]], κόμιζε νῦν μοι παῖδα Σοφ. Αἴ. 530, πρβλ. Ἀντ. 444, Πλάτ. Πολ. 370Ε, καρπὸν κ., [[συγκομίζω]] τὸν σῖτον (πρβλ. κομιδὴ ΙΙ), Ἡρόδ. 2. 14· ξενικὸν [[νόμισμα]] κ., [[εἰσάγω]], Πλάτ. Νόμ. 742Β· οὕτω, κ. τὴν φιλοσοφίαν εἰς τοὺς Ἕλληνας Ἰσοκρ. 227Α· οἱ κομίσαντες τὴν δόξαν ταύτην Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 6, 2, πρβλ. Μεταφ. 1. 9, 1· ― καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τὸ [[ἄγαλμα]] ἐπὶ Δήλιον Ἡρόδ. 6. 118· ποίμνας ἐς δόμους Σοφ. Αἴ. 63, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 833. 6) ὁδηγῶ, [[συνοδεύω]], τί μέλλεις κομίζειν δόμων τόνδ’ ἔσω; Σοφ. Ο. Τ. 678, πρβλ. Φιλ. 841, Πλάτ. Φαίδων 113D, κτλ.· κ. αὐτὴν ἐξ ὀμμάτων, ἐξάγαγε αὐτὴν ἀπ’ ἔμπροσθέν μου, Εὐρ. Ἄλκ. 1064· κ. [[ναῦς]] Θουκ. 2. 85, κτλ. 7) [[ἐπανάγω]] ἐκ τῆς ἐξορίας, Πινδ. Π. 4. 188· τεὰν ψυχὰν κ. (ἐκ τοῦ [[κάτω]] κόσμου), ὁ αὐτ. Ν. 8. 75. 8) ἀνακτῶμαι, ὁ αὐτ. Ο. 13. 82· τέκνων... κομίσαι [[δέμας]] Εὐρ. Ἱκέτ. 273, πρβλ. 495· καὶ παρὰ πεζογράφοις, [[πάλιν]] κ. Πλάτ. Φαίδων 107Ε, κτλ. ― Μέσ., ἀνακτῶμαι, [[λαμβάνω]] [[ὀπίσω]], τὸν παῖδα Εὐρ. Βάκχ. 1225, πρβλ. Ι. Τ. 1362· τὴν βασιλείαν Ἀριστοφ. Ὄρν. 549· τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους κομίζεσθαι Θουκ. 1. 113, πρβλ. 4. 117., 6. 103· κομίζομαι χρήματα, πληρώνομαι [[χρέος]], Λυσ. παρὰ Διογ. 910, Ἀνδοκ. 6. 11, Δημ. 42. 13, κτλ.· τόκους Πλάτ. Πολ. 555Ε, κτλ.· οὕτω, κ. τιμωρίαν [[παρά]] τινος Λυσ. 126. 34· κομίζεσθαι τὴν θυγατέρα, [[λαμβάνω]] [[ὀπίσω]] τὴν θυγατέρα μου ([[μετὰ]] τὸν θάνατον τοῦ ἀνδρός της), Ἰσαῖ. 69. 30, ἴδε κατωτ. 9. ― Παθ., [[ἔρχομαι]] ἢ [[ὑπάγω]] [[ὀπίσω]], [[ὑποστρέφω]], συχνὸν παρ’ Ἡροδότῳ, Ξεν., κτλ.· ἐκομίσθησαν ἐπ’ οἴκου Θουκ. 2. 33, πρβλ. 73· κομισθεὶς [[οἴκαδε]] Πλάτ. Πολ. 614Β. 9) μεταφ., προφυλάττω ἐκ τῆς λήθης, ἀοιδοὶ καὶ λόγοι τὰ καλὰ ἔργ’ ἐκόμισαν Πινδ. Ν. 6. 52. 10) ὡς τὸ Λατ. affero, χορηγῶ, [[προσφέρω]], [[παρέχω]], [[θράσος]]... ἀνδράσι θνήσκουσι κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 804· ― τὸ ἐνεργ. καὶ μέσ. συνδυάζονται, χθὼν πάντα κομίζει καὶ [[πάλιν]] κομίζεται, παρέχει τὰ πάντα καὶ [[πάλιν]] τὰ λαμβάνει [[ὀπίσω]], Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 539, πρβλ. 89, 668.
|lstext='''κομίζω''': μέλλ. κομιῶ, οὐ μόνον παρ’ Ἀττ., ἀλλὰ καὶ ἐν Ὀδ. Ο. 546· κομίσω, μόνον παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] ἐν Ἀνθ. (ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 768 [[εἶναι]] ἀόρ. ὑποτ.)· ― ἀόρ. ἐκόμισα, Ἐπικ. ἐκόμισσα ἢ κόμισσα Ἰλ., Δωρ. ἐκόμιξα Πινδ. Π. 4. 284· ― πρκμ. κεκόμικα Πλάτ., κτλ. ― Μέσ., μέλλ. κομιοῦμαι Ἀριστοφ., Θουκ. κτλ.· Ἰων. -ιεῦμαι (ἴδε κατωτ. ΙΙ. 4)· μεταγεν. κομίσομαι Φάλαρ.· ― ἀόρ. ἐκομισάμην, Ἐπικ. ἐκομισσ- ἢ κομισσ-, Ὅμ. ― Παθ. μέλλ. -ισθήσομαι Θουκ. 1. 52, Δημ.· ἀόρ. ἐκομίσθην Ἡρόδ., Θουκ., κτλ.· πρκμ. κεκόμισμαι Δημ. 307. 18, ἀλλὰ συχνότερον μὲ μέσ. σημασ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3. (Παθ. ἐκ τῆς √ΚΟΜΙΔJ, ἧς τὸ J ἀπώλετο ἐν τῷ [[κομιδή]], τὸ δὲ δJ ἔγεινε ζ ἐν τῷ [[κομίζω]], ἴδε Ζζ. ΙΙ. 3). Λαμβάνω φροντίδα [[περί]] τινος, [[φροντίζω]], ἐπιμελοῦμαι, περιποιοῦμαι, τόν γε γηράσκοντα [[κομίζω]] Ἰλ. Ω. 541· τόνδε τ’ ἐγὼ κομιῶ Ὀδ. Ο. 546· ἐμὲ [[κεῖνος]] [[ἐνδυκέως]] ἐκόμιζε Ρ. 113· κτλ., κόμισσε δὲ [[Πηνελόπεια]], παῖδα δὲ ὣς ἀτίταλλε Σ. 322, πρβλ. Υ. 68· σπάνιον παρ’ Ἀττ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Χο. 262, 344· ― [[δέχομαι]] φιλίως, [[ξενίζω]], περιποιοῦμαι, Θουκ. 3. 65· κοινότερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, καί σε... κομίσσατο ᾧ ἐνὶ οἴκῳ Ἰλ. Θ. 284, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 316· κομίσασθαί τινα ἐς τὴν οἰκίαν Ἀνδοκ. 16. 37, Ἰσαῖ. 36. 25· ― ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Θ. 451 [[εἶναι]] παθ., [[οὔτι]] κομιζόμενός γε θάμιζεν, δὲν ἦτο ἀντικείμενον συχνῆς περιποιήσεως. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[προσέχω]] εἴς τι, [[φροντίζω]], δίδω προσοχήν, τά σ’ αὐτῆς ἔργα κόμιζε Ἰλ. Ζ. 490, Ὀδ. Φ. 350· κτήματα μὲν... κομιζέμεν ἐν μεγάροισιν Ψ. 355· [[δῶμα]] κ. ἐπὶ τῆς οἰκοδεσποίνης, Π. 74, κτλ.· ἔξω κομίζειν πηλοῦ [[πόδα]], τηρεῖν αὐτὸν ἔξω τοῦ βορβόρου, Αἰσχύλ. Χο. 697. ― Μέσ., ἔργα κομίζεσθαι Δημήτερος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 391· Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν... μέτρῳ εὖ κομίσασθαι ἐν ἄγγεσιν, νὰ ἀποθηκεύσῃ τις..., [[αὐτόθι]] 598. ΙΙ. [[κομίζω]] τι πρὸς φύλαξιν, Ἀμφίμαχον... κόμισαν [[μετὰ]] λαὸν Ἀχαιῶν, ἀπεκόμισαν τὸ πτῶμά του, Ἰλ. Ν. 196· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[Σίντιες]]... [[ἄφαρ]] κομίσαντο πεσόντα, τὸν παρέλαβον, τὸν ἔφερον εἰς τὸν οἶκόν του, Α. 594· κόμισαί με, παράλαβέ με ἀσφαλῆ, σῶσόν με, Ε. 359, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 774· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, τὴν δ’ ἐκόμισσεν [[κῆρυξ]], ὁ [[κῆρυξ]] ἔλαβε καὶ ἐκόμισεν αὐτὴν (τὴν χλαῖναν) διὰ νὰ μὴ χαθῇ, Ἰλ. Β. 183· τρυφάλειαν κόμισαν... ἑταῖροι Γ. 378, πρβλ. Ν. 579· ― παρὰ μεταγεν. [[ἁπλῶς]], σῴζω, ἀπολυτρώνω, [[διασῴζω]], τινὰ ἐκ θανάτου Πινδ. Π. 3. 97, πρβλ. Ν. 8. 76· ἄρουσαν πατρίαν σφίσι κόμισον ὁ αὐτ. Ο. 2. 28· ― νεκρὸν κ., [[φέρω]] εἰς ταφήν, (ὡς τὸ [[ἐκφέρω]]), Σοφ. Αἴ. 1397, Εὐρ. Ἀνδρ. 1264· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἰσαῖ. 71. 13· ἀλλ’ [[ἁπλῶς]] κομίζειν, [[φέρω]] τὸ [[σῶμα]] εἰς τὸν οἶκον, ἀντίθετ. τῷ [[θάπτω]], Αἰσχύλ. Χο. 683, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 71. 2) [[δέχομαι]], [[ἀλλά]] τις Ἀργείων κόμισε χροῒ (δηλ. τὸν ἄκοντα, [[τουτέστι]] τὸ [[ἀκόντιον]] τοῦ Πανθοίδου), Ἰλ. Ξ. 456, πρβλ. 463· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὡς δή μιν τῷ ἐν χροῒ ἐδέξατο τῷ σώματι πᾶν κομίσαιο (δηλ. τὸ [[ἔγχος]]) Χ. 286. 3) [[ἀποφέρω]] ὡς [[βραβεῖον]] ἢ ὡς λείαν, χρυσὸν δ’ Ἀχιλεὺς ἐκόμισε Β. 875· κόμισσα δὲ μούνυχας ἵππους Λ. 738· τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν, ἐκέρδησαν τέσσαρας νίκας, Πινδ. Ν. 2. 30· [[ἔπαινος]], ὃν κομίζετον τοῦδ’ ἀνδρὸς Σοφ. Ο. Κ. 1411· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67· ― [[μετέπειτα]], [[συχνάκις]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[λαμβάνω]] δι’ ἐμαυτόν, [[λαμβάνω]] τι πλῆρες, κτῶμαι, κερδαίνῳ, δόξαν ἐσθλὴν Εὐρ. Ἱππ. 432· τριώβολον Ἀριστοφ. Σφ. 690· τὴν ἀξίαν Πλάτ. Πολ. 615Β· τὰ ἆθλα αὐτῆς [[αὐτόθι]] 621D· τόκους [[αὐτόθι]] 555Ε· κ. τί τινος Σοφ. Ο. Τ. 580· τι [[παρά]] τινος Θουκ. 1. 43· τι ἀπό τινος Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10· καὶ παθ. πρκμ. μὲ μέσ. σημασ., ὑμεῖς τοὺς καρποὺς κεκόμισθε, ἔχετε θερίσῃ τοὺς καρπούς, Δημ. 304. 26· κεκόμισται [[χάριν]] 569. 27· ὡμολόγει κεκομίσθαι τὴν [[προῖκα]] 818. 1, πρβλ. Θουκ. 8. 61, Ἰσαῖ 53. 6. 4) [[φέρω]], [[μεταφέρω]], [[βαστάζω]], κόμισαν [[δέπας]] Ἰλ. Ψ. 699, πρβλ. Ὀδ. Ν. 68, Ἡρόδ., κτλ.· κομίζοις ἂν σεαυτὸν ᾗ θέλεις, δύνασαι ν’ ἀπέλθῃς [[ὅπου]] θέλεις, Σοφ. Ἀντ. 444. ― Παθ., μεταφέρομαι, [[ταξειδεύω]] διὰ ξηρᾶς ἢ διὰ θαλάσσης, Ἡρόδ. 5. 43, κτλ.· [[εἴσω]] κομίζου, εἴσελθε, ἔμβαινε, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1035· κ. [[παρά]] τινα, [[προστρέχω]], [[καταφεύγω]] εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 73· ― ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ἀπαντῶσιν [[ἐνίοτε]] ὁ μέσ. μέλλ. καὶ ἀόρ., κομιεύμεθα ἐς Σίριν Ἡρόδ. 8. 62· οἳ ἂν κομίσωνται... ἐς Βαβυλῶνα ὁ αὐτ. 1. 185· ἔξω κομίσασθ’ οἴκων Εὐρ. Τρῳ. 167. 5) [[φέρω]] εἴς τινα τόπον, [[εἰσφέρω]], [[εἰσάγω]], κόμιζε νῦν μοι παῖδα Σοφ. Αἴ. 530, πρβλ. Ἀντ. 444, Πλάτ. Πολ. 370Ε, καρπὸν κ., [[συγκομίζω]] τὸν σῖτον (πρβλ. κομιδὴ ΙΙ), Ἡρόδ. 2. 14· ξενικὸν [[νόμισμα]] κ., [[εἰσάγω]], Πλάτ. Νόμ. 742Β· οὕτω, κ. τὴν φιλοσοφίαν εἰς τοὺς Ἕλληνας Ἰσοκρ. 227Α· οἱ κομίσαντες τὴν δόξαν ταύτην Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 6, 2, πρβλ. Μεταφ. 1. 9, 1· ― καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τὸ [[ἄγαλμα]] ἐπὶ Δήλιον Ἡρόδ. 6. 118· ποίμνας ἐς δόμους Σοφ. Αἴ. 63, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 833. 6) ὁδηγῶ, [[συνοδεύω]], τί μέλλεις κομίζειν δόμων τόνδ’ ἔσω; Σοφ. Ο. Τ. 678, πρβλ. Φιλ. 841, Πλάτ. Φαίδων 113D, κτλ.· κ. αὐτὴν ἐξ ὀμμάτων, ἐξάγαγε αὐτὴν ἀπ’ ἔμπροσθέν μου, Εὐρ. Ἄλκ. 1064· κ. [[ναῦς]] Θουκ. 2. 85, κτλ. 7) [[ἐπανάγω]] ἐκ τῆς ἐξορίας, Πινδ. Π. 4. 188· τεὰν ψυχὰν κ. (ἐκ τοῦ [[κάτω]] κόσμου), ὁ αὐτ. Ν. 8. 75. 8) ἀνακτῶμαι, ὁ αὐτ. Ο. 13. 82· τέκνων... κομίσαι [[δέμας]] Εὐρ. Ἱκέτ. 273, πρβλ. 495· καὶ παρὰ πεζογράφοις, [[πάλιν]] κ. Πλάτ. Φαίδων 107Ε, κτλ. ― Μέσ., ἀνακτῶμαι, [[λαμβάνω]] [[ὀπίσω]], τὸν παῖδα Εὐρ. Βάκχ. 1225, πρβλ. Ι. Τ. 1362· τὴν βασιλείαν Ἀριστοφ. Ὄρν. 549· τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους κομίζεσθαι Θουκ. 1. 113, πρβλ. 4. 117., 6. 103· κομίζομαι χρήματα, πληρώνομαι [[χρέος]], Λυσ. παρὰ Διογ. 910, Ἀνδοκ. 6. 11, Δημ. 42. 13, κτλ.· τόκους Πλάτ. Πολ. 555Ε, κτλ.· οὕτω, κ. τιμωρίαν [[παρά]] τινος Λυσ. 126. 34· κομίζεσθαι τὴν θυγατέρα, [[λαμβάνω]] [[ὀπίσω]] τὴν θυγατέρα μου ([[μετὰ]] τὸν θάνατον τοῦ ἀνδρός της), Ἰσαῖ. 69. 30, ἴδε κατωτ. 9. ― Παθ., [[ἔρχομαι]] ἢ [[ὑπάγω]] [[ὀπίσω]], [[ὑποστρέφω]], συχνὸν παρ’ Ἡροδότῳ, Ξεν., κτλ.· ἐκομίσθησαν ἐπ’ οἴκου Θουκ. 2. 33, πρβλ. 73· κομισθεὶς [[οἴκαδε]] Πλάτ. Πολ. 614Β. 9) μεταφ., προφυλάττω ἐκ τῆς λήθης, ἀοιδοὶ καὶ λόγοι τὰ καλὰ ἔργ’ ἐκόμισαν Πινδ. Ν. 6. 52. 10) ὡς τὸ Λατ. affero, χορηγῶ, [[προσφέρω]], [[παρέχω]], [[θράσος]]... ἀνδράσι θνήσκουσι κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 804· ― τὸ ἐνεργ. καὶ μέσ. συνδυάζονται, χθὼν πάντα κομίζει καὶ [[πάλιν]] κομίζεται, παρέχει τὰ πάντα καὶ [[πάλιν]] τὰ λαμβάνει [[ὀπίσω]], Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 539, πρβλ. 89, 668.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κομιῶ, <i>ao.</i> ἐκόμισα, <i>pf.</i> κεκόμικα;<br /><b>I.</b> prendre soin de, <i>d’où</i><br /><b>1</b> soigner avec sollicitude ; <i>particul.</i> nourrir, élever;<br /><b>2</b> introduire (dans la ville);<br /><b>3</b> donner des soins à, s’occuper activement de : [[δῶμα]] OD des soins de la maison;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> emporter pour mettre en lieu sur : νεκρόν IL un mort (pour le soustraire à l’ennemi) ; χλαῖναν IL ramasser un manteau pour qu’il ne soit pas perdu;<br /><b>2</b> emporter (pour déposer en terre <i>ou</i> pour porter au bûcher);<br /><b>III.</b> <i>p. ext.</i> ;<br /><b>1</b> emporter sur soi : χροῒ ἄκοντα IL un javelot enfoncé dans la peau;<br /><b>2</b> emporter <i>ou</i> emmener avec soi comme butin : χρυσόν IL, ἵππους IL de l’or, des chevaux ; ἔπαινον SOPH obtenir de la gloire;<br /><b>3</b> emmener, transporter (par terre <i>ou</i> par mer), conduire, accompagner;<br /><b>4</b> apporter, amener, introduire : τινα SOPH amener qqn ; τὴν φιλοσοφίαν [[εἰς]] τοὺς Ἕλληνας ISOCR introduire la philosophie chez les Grecs ; [[θράσος]] τινὶ κ. ESCHL donner du courage à qqn;<br /><b>IV.</b> ramener (des enfers, de l’exil, <i>etc.) ; Pass.</i> revenir : ἐπ’ οἴκου THC <i>ou</i> [[οἴκαδε]] PLAT chez soi;<br /><i><b>Moy.</b></i> κομίζομαι;<br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> prendre soin de ; accueillir, donner l’hospitalité à : τινα ᾧ ἐνὶ οἴκῳ IL à qqn dans sa maison;<br /><b>II.</b> emporter pour mettre à l’abri : τινα, qqn;<br /><b>III. 1</b> emporter sur soi : [[ἔγχος]] [[ἐν]] [[χροΐ]] IL recevoir une javeline dans le corps;<br /><b>2</b> emporter avec soi ; remporter, gagner, obtenir ; καρπὸν [[ἀπό]] τινος XÉN recueillir le fruit de qch ; [[δόξαν]] EUR obtenir de la gloire ; χάριν THC recueillir de la reconnaissance ; τινα οἰκεῖον ISOCR faire de qqn son familier, se concilier l’amitié de qqn;<br /><b>3</b> transporter : τὸ [[ἄγαλμα]] ἐπὶ Δήλιον HDT la statue à Dèlion ; ποίμνας [[ἐς]] δόμους SOPH emmener les troupeaux dans sa demeure;<br /><b>4</b> recouvrer : τοὺς νεκρούς THC ramasser ses morts (pendant une trêve) ; recevoir de l’argent dû, recouvrer une dette, [[τί]] τινος;<br /><b>B.</b> <i>intr.</i> se transporter : [[ἐς]] Βαβυλῶνα HDT à Babylone ; [[παρά]] τινα HDT auprès de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κόμη]].
}}
}}