3,277,121
edits
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοπώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) κοπιαστικός, [[φορτικός]], [[ὀχληρός]], κατατρύχων, πυρετοὶ Ἱππ. Προρρ. 80· βάρη Ἀριστ. Προβλ. 5. 7, 2, κτλ.· βαρὺ καὶ κ. (δηλ. τὸ [[ὕδωρ]]) προξενοῦν πόνους, Ἄλεξ. ἐν «Πυθαγ.» 1· [[μετὰ]] γεν., κ. ὑποχονδρίων, προξενῶν πόνον εἰς…, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386. 2) μεταφ., κοπιαστικός, ἐνοχλητικός, [[βαρύς]], Λατ. molestus, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 58, Πλούτ. 2. 47F· καὶ ἐπὶ γλωσσῶν, αὐτόθ. 1011Α. ΙΙ. Παθ., κεκοπιακώς, κατατρυχόμενος, Ἱππ. 70D, Γαλην. | |lstext='''κοπώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) κοπιαστικός, [[φορτικός]], [[ὀχληρός]], κατατρύχων, πυρετοὶ Ἱππ. Προρρ. 80· βάρη Ἀριστ. Προβλ. 5. 7, 2, κτλ.· βαρὺ καὶ κ. (δηλ. τὸ [[ὕδωρ]]) προξενοῦν πόνους, Ἄλεξ. ἐν «Πυθαγ.» 1· [[μετὰ]] γεν., κ. ὑποχονδρίων, προξενῶν πόνον εἰς…, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386. 2) μεταφ., κοπιαστικός, ἐνοχλητικός, [[βαρύς]], Λατ. molestus, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 58, Πλούτ. 2. 47F· καὶ ἐπὶ γλωσσῶν, αὐτόθ. 1011Α. ΙΙ. Παθ., κεκοπιακώς, κατατρυχόμενος, Ἱππ. 70D, Γαλην. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />fatigant.<br />'''Étymologie:''' [[κόπος]], -ωδης. | |||
}} | }} |