3,273,446
edits
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρημνός''': ὁ, ([[κρεμάννυμι]]) ὡς καὶ νῦν, παρ᾿ Ὁμ. (ἐν Ἰλ.), [[συχν]]. ἐπὶ τῆς ἀνωφεροῦς ἢ ἀποτόμου ὄχθης ποταμοῦ, ἢ ἄκρας χαρακώματος, Μ. 54., Φ. 175, 234, 244· οὕτω παρὰ Πινδ. Ο. 3. 39, Ἀποσπ. 215· ἀκολούθως, [[ἀπόκρημνος]] καὶ προέχων [[βράχος]], ἀπορρὼξ [[πέτρα]] (πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου scopulis pendentibus), ἀπὸ τοῦ κρημνοῦ ὠθέειν Ἡρόδ. 4. 103· ἀναθεῖναι ἐπὶ κρημνόν τιν᾿ Ἀριστοφ. Πλ. 69· κατὰ τῶν κρημνῶν ἅλλεσθαι, ἀπὸ τῶν κρημνῶν [[κάτω]], ἐπὶ τῶν Ἐπιπολῶν, Θουκ. 7. 45· κατὰ κρημνῶν ῥιφέντες Πλάτ. Νόμ. 944Α· τὸ πτηνὸν ὁ [[μελισσοφάγος]] ([[μέροψ]]) κτίζει τὴν φωλεάν του εἰς κρημνοὺς μαλακούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 3. 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ χείλη ἢ [[ἄκρα]] πληγῆς, Ἱππ. 418. 44. 3) τὰ χείλη τοῦ γυναικείου αἰδοίου, labia pudenti, Ἱππ. 423, 27 κἑξ., «τὰ [[ἑκατέρωθεν]] (τῆς κλειτορίδος) σαρκώδη [[μυρτοχειλίδες]] ἢ κρημνοὶ ἢ πτερυγώματα» [[Πολυδ]]. Βʹ, 174. | |lstext='''κρημνός''': ὁ, ([[κρεμάννυμι]]) ὡς καὶ νῦν, παρ᾿ Ὁμ. (ἐν Ἰλ.), [[συχν]]. ἐπὶ τῆς ἀνωφεροῦς ἢ ἀποτόμου ὄχθης ποταμοῦ, ἢ ἄκρας χαρακώματος, Μ. 54., Φ. 175, 234, 244· οὕτω παρὰ Πινδ. Ο. 3. 39, Ἀποσπ. 215· ἀκολούθως, [[ἀπόκρημνος]] καὶ προέχων [[βράχος]], ἀπορρὼξ [[πέτρα]] (πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου scopulis pendentibus), ἀπὸ τοῦ κρημνοῦ ὠθέειν Ἡρόδ. 4. 103· ἀναθεῖναι ἐπὶ κρημνόν τιν᾿ Ἀριστοφ. Πλ. 69· κατὰ τῶν κρημνῶν ἅλλεσθαι, ἀπὸ τῶν κρημνῶν [[κάτω]], ἐπὶ τῶν Ἐπιπολῶν, Θουκ. 7. 45· κατὰ κρημνῶν ῥιφέντες Πλάτ. Νόμ. 944Α· τὸ πτηνὸν ὁ [[μελισσοφάγος]] ([[μέροψ]]) κτίζει τὴν φωλεάν του εἰς κρημνοὺς μαλακούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 3. 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ χείλη ἢ [[ἄκρα]] πληγῆς, Ἱππ. 418. 44. 3) τὰ χείλη τοῦ γυναικείου αἰδοίου, labia pudenti, Ἱππ. 423, 27 κἑξ., «τὰ [[ἑκατέρωθεν]] (τῆς κλειτορίδος) σαρκώδη [[μυρτοχειλίδες]] ἢ κρημνοὶ ἢ πτερυγώματα» [[Πολυδ]]. Βʹ, 174. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />pente très rude, lieu escarpé, précipice, falaise ; [[οἱ]] [[Κρημνοί]] HDT les Escarpements, <i>lieu près de la mer d’Azov</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Κρεμ, v. [[κρεμάννυμι]]. | |||
}} | }} |