3,276,901
edits
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠβιστητήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ ἔχων ὡς [[ἐπάγγελμα]] τὸ κυβιστᾶν, δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ’ αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντος ἐδίνευον κατὰ μέσσους Ἰλ. Σ. 605, πρβλ. Ὀδ. Δ. 18, καὶ ἴδε ἐν λ. [[κυβιστάω]]. 2) [[κολυμβητής]], [[δύτης]], Ἰλ. Π. 750. 3) μεταγεν. ὡς ἐπίθ., κυλινδούμενος, Wern. εἰς Τρυφ. 192. | |lstext='''κῠβιστητήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ ἔχων ὡς [[ἐπάγγελμα]] τὸ κυβιστᾶν, δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ’ αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντος ἐδίνευον κατὰ μέσσους Ἰλ. Σ. 605, πρβλ. Ὀδ. Δ. 18, καὶ ἴδε ἐν λ. [[κυβιστάω]]. 2) [[κολυμβητής]], [[δύτης]], Ἰλ. Π. 750. 3) μεταγεν. ὡς ἐπίθ., κυλινδούμενος, Wern. εἰς Τρυφ. 192. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui fait la culbute, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> faiseur de tours;<br /><b>2</b> sauteur, plongeur.<br />'''Étymologie:''' [[κυβιστάω]]. | |||
}} | }} |