κύρτη: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κύρτη''': ἡ, ὡς τὸ [[κύρτος]], ὁ, [[πλέγμα]] πρὸς ἄγραν ἰχθύων, [[εἶδος]] καλάθου ἁλιευτικοῦ [[μετὰ]] στενοῦ λαιμοῦ, Λατ. nassa, Ἡρόδ. 1. 191, Διόδ. 3. 19· σχοινίδι κ. Νικ. Ἀλεξιφ. 546, πρβλ. Ἀρχίλ. 167.
|lstext='''κύρτη''': ἡ, ὡς τὸ [[κύρτος]], ὁ, [[πλέγμα]] πρὸς ἄγραν ἰχθύων, [[εἶδος]] καλάθου ἁλιευτικοῦ [[μετὰ]] στενοῦ λαιμοῦ, Λατ. nassa, Ἡρόδ. 1. 191, Διόδ. 3. 19· σχοινίδι κ. Νικ. Ἀλεξιφ. 546, πρβλ. Ἀρχίλ. 167.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />nasse de pêcheur.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[κύρτος]].
}}
}}