κτητός: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κτητός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[κτάομαι]], ὅν δύναταί τις νὰ λάβῃ ἢ ἀποκτήσῃ, ληιστοὶ μέν... βόες..., κτητοὶ δὲ τρίποδες Ἰλ. Ι. 407, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1295, Πλάτ. Πρωτ. 324Α, κ. ἀλλ. 2) [[ἄξιος]] ἀποκτήσεως, ἐπιθυμητός, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197D, ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 374Ε. ΙΙ. ἀποκτηθείς, κατεχόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 841Ε· κτητή, γυνὴ [[δούλη]], ἀντίθετ. τῷ [[γαμετή]], Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 404.
|lstext='''κτητός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[κτάομαι]], ὅν δύναταί τις νὰ λάβῃ ἢ ἀποκτήσῃ, ληιστοὶ μέν... βόες..., κτητοὶ δὲ τρίποδες Ἰλ. Ι. 407, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1295, Πλάτ. Πρωτ. 324Α, κ. ἀλλ. 2) [[ἄξιος]] ἀποκτήσεως, ἐπιθυμητός, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197D, ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 374Ε. ΙΙ. ἀποκτηθείς, κατεχόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 841Ε· κτητή, γυνὴ [[δούλη]], ἀντίθετ. τῷ [[γαμετή]], Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 404.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut acquérir <i>ou</i> acheter;<br /><b>2</b> digne d’être acquis <i>ou</i> acheté, désirable.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κτάομαι]].
}}
}}