κῶμα: Difference between revisions

102 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῶμα''': τό, ([[κεῖμαι]], [[κοιμάω]]) βαθὺς [[ὕπνος]], [[λήθαργος]], Λατ. sopor, αὐτῷ… [[μαλακὸν]] περὶ [[κῶμα]] καλύψω Ἰλ. Ξ. 359· ἦ με… [[μαλακὸν]] περὶ κῶμ’ ἐκάλυψεν Ὀδ. Σ. 201· κακὸν δ’ ἐπὶ [[κῶμα]] καλύπτει Ἡσιόδ. Θ. 798· αἰθυσσομένων δὲ [[φύλλον]] κ. καταρρεῖ Σαμπφὼ 4· ὕπνου κ. Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3. 6· ― μεταφ. ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τῆς μουσικῆς, Πινδ. Π. 1. 21. ― Ἄχρηστον παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς. 2) ἐν τῇ Ἰατρικῇ, ληθαργικὴ [[κατάστασις]], συνεχές, οὐχ ὑπνῶδες ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδ. 3. 1085· πρβλ. Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 458, Foes. Oecon., καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[κάρος]].
|lstext='''κῶμα''': τό, ([[κεῖμαι]], [[κοιμάω]]) βαθὺς [[ὕπνος]], [[λήθαργος]], Λατ. sopor, αὐτῷ… [[μαλακὸν]] περὶ [[κῶμα]] καλύψω Ἰλ. Ξ. 359· ἦ με… [[μαλακὸν]] περὶ κῶμ’ ἐκάλυψεν Ὀδ. Σ. 201· κακὸν δ’ ἐπὶ [[κῶμα]] καλύπτει Ἡσιόδ. Θ. 798· αἰθυσσομένων δὲ [[φύλλον]] κ. καταρρεῖ Σαμπφὼ 4· ὕπνου κ. Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3. 6· ― μεταφ. ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τῆς μουσικῆς, Πινδ. Π. 1. 21. ― Ἄχρηστον παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς. 2) ἐν τῇ Ἰατρικῇ, ληθαργικὴ [[κατάστασις]], συνεχές, οὐχ ὑπνῶδες ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδ. 3. 1085· πρβλ. Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 458, Foes. Oecon., καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[κάρος]].
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />sommeil profond.<br />'''Étymologie:''' [[κοιμάω]].
}}
}}