κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠμῑνοπριστοκαρδᾰμογλύφος''': -ον, ὁ πριονίζων τὸ [[κύμινον]] καὶ ξύων τὸ [[κάρδαμον]], ἐπιτεταμ. κωμικῶς ἀντὶ τοῦ [[κυμινοπρίστης]], Ἀριστοφ. Σφ. 1357.
|lstext='''κῠμῑνοπριστοκαρδᾰμογλύφος''': -ον, ὁ πριονίζων τὸ [[κύμινον]] καὶ ξύων τὸ [[κάρδαμον]], ἐπιτεταμ. κωμικῶς ἀντὶ τοῦ [[κυμινοπρίστης]], Ἀριστοφ. Σφ. 1357.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />scie-cumin-râpe-cresson, <i>càd</i> avare renforcé.<br />'''Étymologie:''' [[κυμινοπρίστης]], κάρδαμος, [[γλύφω]].
}}
}}