κύρωσις: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κύρωσις''': ῦ, εως, ἡ, ([[κυρόω]]) [[ἐπικύρωσις]], Θουκ. 6. 103, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 44, κτλ.· πᾶσα… ἡ κ. διὰ τῶν λόγων ἐστὶ Πλάτ. Γοργ. 450Β.
|lstext='''κύρωσις''': ῦ, εως, ἡ, ([[κυρόω]]) [[ἐπικύρωσις]], Θουκ. 6. 103, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 44, κτλ.· πᾶσα… ἡ κ. διὰ τῶν λόγων ἐστὶ Πλάτ. Γοργ. 450Β.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />sanction.<br />'''Étymologie:''' [[κυρόω]].
}}
}}