3,258,154
edits
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λάξ''': ἐπίρρ. διὰ τοῦ ποδός, «τῷ πλάτει τοῦ ποδός» (Σχόλ.), λὰξ ἐν στήθεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον [[ἔγχος]] Ἰλ. Ζ. 65, πρβλ. Π. 503· οὕτω, λὰξ προσβὰς Ε. 620., Π. 863· λὰξ ποδὶ κινήσας, «τῷ πλάτει τοῦ ποδὸς νύξας καὶ διακινήσας, οὐχ ὑβριστικῶς λακτίσας» (Ἡσύχ.), Κ. 158, Ὀδ. Ο. 45· λὰξ ἔνθορεν Ρ. 233· ― οὕτω [[μετέπειτα]], κρατερῷ ποδὶ λ. ἐπιβαίνειν Θέογν. 315· λὰξ ἐπίβα δήμῳ ὁ αὐτ. 847· λὰξ πατεῖσθαι (πρβλ. [[λάγδην]]), καταπατεῖσθαι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 110, πρβλ. Χο. 644· ἀθέῳ ποδὶ λ. ἀτενίζειν ὁ αὐτ. εἰς Εὐμ. 540· λ. ἐπορούειν, τύπτειν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 106, κτλ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Λουκ. π. Ὄν. 41, κ. ἀλλ.· ― περὶ τοῦ τύπου πρβλ. [[γνύξ]], πύξ, [[ὀδάξ]]. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξ. λάγδην, λακ-[[τίζω]], λακπάτητος· ἡ [[ῥίζα]] αὕτη φαίνεται ὅτι ἦτο ΚΑΛΚ, πρβλ. Λατ. calx (calc-is), calc-ar, calceus, calc-are, calc-itare· Λιθ. kul-nis (calx)· Ἀρχ. Σκανδιν. hœll). | |lstext='''λάξ''': ἐπίρρ. διὰ τοῦ ποδός, «τῷ πλάτει τοῦ ποδός» (Σχόλ.), λὰξ ἐν στήθεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον [[ἔγχος]] Ἰλ. Ζ. 65, πρβλ. Π. 503· οὕτω, λὰξ προσβὰς Ε. 620., Π. 863· λὰξ ποδὶ κινήσας, «τῷ πλάτει τοῦ ποδὸς νύξας καὶ διακινήσας, οὐχ ὑβριστικῶς λακτίσας» (Ἡσύχ.), Κ. 158, Ὀδ. Ο. 45· λὰξ ἔνθορεν Ρ. 233· ― οὕτω [[μετέπειτα]], κρατερῷ ποδὶ λ. ἐπιβαίνειν Θέογν. 315· λὰξ ἐπίβα δήμῳ ὁ αὐτ. 847· λὰξ πατεῖσθαι (πρβλ. [[λάγδην]]), καταπατεῖσθαι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 110, πρβλ. Χο. 644· ἀθέῳ ποδὶ λ. ἀτενίζειν ὁ αὐτ. εἰς Εὐμ. 540· λ. ἐπορούειν, τύπτειν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 106, κτλ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Λουκ. π. Ὄν. 41, κ. ἀλλ.· ― περὶ τοῦ τύπου πρβλ. [[γνύξ]], πύξ, [[ὀδάξ]]. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξ. λάγδην, λακ-[[τίζω]], λακπάτητος· ἡ [[ῥίζα]] αὕτη φαίνεται ὅτι ἦτο ΚΑΛΚ, πρβλ. Λατ. calx (calc-is), calc-ar, calceus, calc-are, calc-itare· Λιθ. kul-nis (calx)· Ἀρχ. Σκανδιν. hœll). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />avec le pied : λὰξ [[ἐν]] στήθεσσι βαίνειν IL poser le pied sur la poitrine (d’un ennemi renversé) ; λὰξ πατεῖν ESCHL fouler aux pieds, mettre le pied sur qqn, piétiner sur lui.<br />'''Étymologie:''' p. *κλάξ, cf. <i>lat.</i> calx. | |||
}} | }} |