λησίμβροτος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λησίμβροτος''': -ον, ([[λήθω]], βροτὸς) ὁ διαφεύγων τὴν προσοχὴν τῶν ἀνθρώπων, καταλαμβάνων αὐτοὺς [[ἐξαίφνης]], [[ἀπατεών]], [[κλέπτης]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 339.
|lstext='''λησίμβροτος''': -ον, ([[λήθω]], βροτὸς) ὁ διαφεύγων τὴν προσοχὴν τῶν ἀνθρώπων, καταλαμβάνων αὐτοὺς [[ἐξαίφνης]], [[ἀπατεών]], [[κλέπτης]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 339.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui trompe les mortels, trompeur, voleur.<br />'''Étymologie:''' [[λανθάνω]], [[βροτός]].
}}
}}