λειψόθριξ: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λειψόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἀπολέσας τὴν κόμην του, Αἰλ. π. Ζ. 14. 4.
|lstext='''λειψόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἀπολέσας τὴν κόμην του, Αἰλ. π. Ζ. 14. 4.
}}
{{bailly
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />qui a perdu ses cheveux.<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]], [[θρίξ]].
}}
}}