λαμβάνω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λαμβάνω''': μέλλ. λήψομαι (λήψω μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς Α΄. Μακκ. Δ΄, 18)˙ Ἰων. [[λάμψομαι]] Ἡρόδ., Δωρ. [[λαψεῦμαι]] ἢ -οῦμαι Ἐπίχ. 18 Ahr., Θεόκρ. 1. 4, 10˙ λήμψομαι ἐπιγραφ. Λυκ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4224c (προσθῆκαι), 4244 κ. ἀλλ.˙ - ἀόρ. β΄ ἔλᾰβον. Ἐπ. ἔλλ-, Ὅμ., κτλ.˙ Ἰων. λάβεσκον Ἡσ. Ἀποσπ. 96, Ἡρόδ. 4. 78, 130˙ προστ. λαβὲ Ἰλ. Α. 407, κτλ.˙ φέρεται λάβε ἐν τῷ Μεδ. Χφῳ τῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 130˙ εὐκτ. λάβοιν Εὐρ. Ἀποσπ. 362. 6˙ - πρκμ. εἴληφα Ἀττ., Ἰων. λελάβηκα Ἡρόδ. 4. 79, [[ὡσαύτως]] παρ’ Εὐπόλ. ἐν Ἀδήλ. 76˙ ὑπερσ. εἰλήφειν Θουκ. 2. 88˙ Ἰων. λελαβήκει (κατα-) Ἡρόδ. 3. 42˙ - Μέσ. ἀόρ. β΄ ἐλαβόμην, Ἐπικ. ἐλλ-, Ὀδ. Ε. 255, Ἀττ.˙ Ἐπ. μετ’ ἀναδιπλ. [[λελαβέσθαι]] Ὀδ. Δ. 388. - Παθ. μέλλ. ληφθήσομαι Εὐρ., κτλ.˙ (κατα-)λελήψομαι Ἀριστείδ. σ. 677 Δινδ.˙ - ἀόρ. ἐλήφθην Ἀττ., ἐλάμφθην Ἰων.˙ παρὰ μεταγεν. ἐλήμφθην Ἐπιγρ. Ἑλλ. 722, 1˙ - πρκμ. εἴλημμαι Ἀττ.˙ ἀλλὰ παρὰ Τραγ. σχεδὸν ἀείποτε λέλημμαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 876, Εὐρ. Ἴων 1113, Ι. Α. 363, Κύκλ. 433, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1090, ἴδε Elmsl. εἰς Βάκχ. 1100˙ Ἰων. [[λέλαμμαι]] Ἡρόδ. καὶ Ἱππ.˙ ἀπαρ. ἀναλελάμφθαι Ἱππ. 744F˙ περὶ τῶν τύπων τούτων ἴδε Veitch. Cr. Verbs ἐν λέξ. ἐκ τούτων τῶν χρόνων ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν ἐνεργ. ἀόρ., καὶ τὸν μέσ. ἀόρ. δὶς (ἴδε ἀνωτ.). (Ἡ √ΛΑΒ φαίνεται ἐν τῷ λαβεῖν, λαβή, λαβίς, ἀλλ’ ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] φαίνεται ὅτι ἦτο ΛΑΦ, πρβλ. εἴληφα, ἀμφιλαφής, λάφυρα, πρὸς τὸ Σανσκρ. labh, labh-ê (adipisci, concipere), lâbh-as (lucrum, [[λῆμμα]])˙ -λάζομαι, λάζυμαι [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] συγγενῆ, ἴδε Ζζ ΙΙ, 5. ἀλλ’ ἀναμφιβόλως τὸ ἀπολαύω ἴδε ἐν λέξ.). Ἡ πρώτη [[ἔννοια]] τῆς λέξεως [[εἶναι]] [[διπλῆ]], ἡ μὲν ([[μᾶλλον]] ἐνεργητικὴ) [[λαμβάνω]] «παίρνω»˙ ἡ δὲ ([[μᾶλλον]] παθητικὴ) [[λαμβάνω]] (προσφερόμενον), [[δέχομαι]]. Ι. [[λαμβάνω]], «παίρνω», 1) πιάνω, [[λαμβάνω]] τι εἰς χεῖρας, [[ἁρπάζω]] τι, μάστιγα καὶ [[ἡνία]] Ὀδ. Ζ. 81˙ ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον προστιθεμένου τοῦ χειρὶ ἢ χερσί, [[ἔγχος]], [[δέπας]] χειρὶ λ. Ἰλ., κτλ.˙ χειρὶ χεῖρας λαβεῖν Φ. 286, κτλ.˙ ἐν χείρεσσι λάβ’ [[ἡνία]] Θ. 116, κτλ.˙ ἐν χεροῖν λ. Σοφ. Ο. Τ. 912˙ διὰ χερῶν λαβὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 916˙ ἐς χέρας Εὐρ. Ἑκ. 1242˙ ἐν ἀγκάλαις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 481, κτλ.˙ ἐπὶ ἀετοῦ, ποσὶ λ. ἄγραν Πινδ. Ν. 3. 141˙ - τὸ λαμβανόμενον [[πρᾶγμα]] τίθεται κατ’ αἰτ., λ. [[γούνατα]] Ἰλ. Ω. 465, καὶ ἴδε ἀνωτ.˙ ἀλλ’ [[ὅταν]] ἡ [[πρᾶξις]] αὕτη ἀναφέρηται μόνον εἰς [[μέρος]], τὸ [[μέρος]] τοῦτο τίθεται κατὰ γενικήν, ἐνῷ τὸ ὅλον μένει κατ’ αἰτιατ., π.χ. τὴν πτέρυγος λάβεν, τὴν ἔλαβεν («τὴν ἔπιασεν») ἐκ τῆς πτέρυγος, Ἰλ. Β. 316˙ τὸν δὲ πεσόντα ποδῶν ἔλαβε Δ. 463˙ γούνων λάβε κούρην Ὀδ. Ζ. 142, κτλ.˙ - [[ὅθεν]] παραλειπομένης τῆς αἰτιατ. τοῦ ὅλου τὸ [[λαμβάνω]] συντάσσεται [[μετὰ]] μόνης γενικῆς τοῦ μέρους, ποδῶν, γούνων, [[κόρυθος]] λάβεν, ἔλαβεν, ἐπίασεν ἀπό..., Ἰλ. Α. 407., Σ. 155, κτλ.˙ ἀγκὰς [[ἀλλήλων]] λαβέτην, ἔλαβον ἀλλήλους διὰ τῶν βραχιόνων, ἐνηγκαλίσθησαν ἀμοιβαίως, Ψ. 711˙ καὶ οὕτω [[συχνάκις]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ (ἴδε κατωτ. Β.). β) [[λαμβάνω]] διὰ τῆς βίας, [[ἁρπάζω]], [[ἀποκομίζω]] ὡς λείαν, Ὀδ. Λ. 4, Ἰλ. Ε. 273., Θ. 191, κτλ.˙ [[οὕτως]], Ἡρόδ. 4. 130, Σοφ. Φ. 68, 1431, κτλ.· ἐκ πόλιος... ἀλόχους καὶ κτήματα Ὀδ. Ι. 41· [[οὕτως]] ἐπὶ λεόντων, Ἰλ. Λ. 114· ἵνα δαῖτα λάβῃσιν Ω. 43˙ ἐπὶ ἀετοῦ, Ρ. 678· ἐπὶ δελφῖνος, Φ. 24. γ) λ. δίκην, ποινάς, Λατ. sumere poenas, [[λαμβάνω]] ἱκανοποίησιν, [[ἐπιβάλλω]] ποινήν, Λυσ. 94. 27., 95. 5, Ἰσοκρ. 78Ε, Εὐρ. Τρῳ. 360, (σπανίως ἀντὶ τοῦ δοῦναι δίκην, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1. δ) οὕτω λ. ζημίαν, τιμωρίαν Δημ. 155, 12., 319. 12. 2) ἐπὶ παθῶν, αἰσθημάτων κτλ., [[καταλαμβάνω]] [[κυριεύω]], [[μένος]] ἔλλαβε θυμὸν Ἰλ. Ψ. 468· Ἀτρείωνα... [[χόλος]] λάβε Α. 387· [[κάματος]], [[τρόμος]] λάβε γυῖα Δ. 230., Ω. 170· λαμβάνει τινὰ [[ἀμφασίη]], [[ἄλγος]], [[ἄχος]], [[πένθος]], [[φόβος]], [[χόλος]] Ὀδ. Δ. 704, ἀλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., Θουκ. 2. 29, 92, Ξεν. Κύρ. 5. 5, 6, Πλάτ. Νόμ. 699C· ἀκολούθως ἐπὶ αἰφνιδίου νόσου, [[προσβάλλω]], [[καταλαμβάνω]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 417, Ἱππ. 453 ἐν τέλ., κτλ. (πρβλ. [[λάζομαι]], [[λῆψις]])· καὶ ἐν τῷ παθ. λαμβάνεσθαι νόσῳ, ὑπὸ νόσου Σοφ. Τρ. 446, Ἡρόδ. 1. 138· ἔρωτι Ξεν. Κύρ. 6. 1, 31, κτλ.· - τἀνάπαλιν ἐπὶ τοῦ προσώπου, λ. θυμόν, κτλ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3. β) ἐπὶ θεότητος [[καταλαμβάνω]], [[κατέχω]], τινὰ Ἡρόδ. 4. 79· Παθ., Ρέᾳ ληφθῆναι Λουκ. Νιγρ. 37· πρβλ. Νυμφόληπτος. γ) ἐπὶ σκότους καὶ τῶν τοιούτων, [[καταλαμβάνω]], [[κατέχω]], [[κνέφας]] λ. [[τέμενος]] αἰθέρος Αἰσχύλ. Πέρσ. 365. 3) [[καταλαμβάνω]], [[ἐπέρχομαι]] ὡς [[ἐχθρός]], Ἰλ. Ε. 159, Λ. 106, 126, κτλ.· τινὰ στείχοντα [[θύραζε]] Ὀδ. Ι. 418· ζῶντες ἐλάμφθησαν Ἡρόδ. 9. 119· ἀκολούθως, [[ἁπλῶς]], [[καταλαμβάνω]], [[εὑρίσκω]], [[ἐπέρχομαι]], λ. τινὰ μοῦνον ὁ αὐτ. 1. 116, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1031, Εὐρ. Ἴων 1339· - παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ. [[ὡσαύτως]], [[καταλαμβάνω]], [[εὑρίσκω]], [[ἀνακαλύπτω]], Λατ. deprehendo, Ἡρόδ. 2. 89· ποίῳ λαβών σε [[Ζεὺς]] ἐπ’ αἰτιάματι Αἰσχύλ. Πρ. 194· τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου λ. Σοφ. Ο. Τ. 266· [[συχν]]. [[μετὰ]] μετοχ., κἂν λάβῃς μ’ ἐψευσμένον [[αὐτόθι]] 461· κλέπτοντα Κλέωνα λάβοιμι Ἀριστοφ. Σφ. 759· λ. τινὰ ψευδόμενον Πλάτ. Πολ. 389D· τοῦτον ὑβρίζοντα λαβόντες Δημ. 546. 5· [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθ., δρῶσ’ ἐλήφθης Σοφ. Τρ. 808· ἐπ’ αὐτοφώρῳ δεινὰ δρῶν εἰλημμένος Ἀριστοφ. Πλ. 455· ληφθεῖσαν ἐπ’ αὐτοφώρῳ μηχανωμένην τι Ἀντιφῶν 111. 47· μοιχὸς ἐλήφθη Λυσ. 136. 3. 4) λ. τινὰ πίστι καὶ ὁρκίοισι, δένω, ὑποχρεῶ τινα διά..., Ἡρόδ. 3. 74· (οὕτω καταλαβεῖν 9. 106)· ἀραῖον λαβεῖν τινα Σοφ. Ο. Τ. 276· - ἀπολ., [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]], [[ἐπειδὴ]] καιρὸς ἐλάμβανε Θουκ. 2. 34· [[ἐνταῦθα]] ὁ Bekk. ἀνέγνω καιρόν, ἀλλ’ ἡ [[φράσις]] ἐπαναλαμβάνεται παρὰ Δίωνι Κ. 44. 19· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[καταλαμβάνω]] ΙΙ. 5) [[λαμβάνω]] τινὰ ὡς..., παῖδα λ. [[πρόβλημα]] [[αὐτοῦ]] Σοφ. Φιλ. 1008· ξυμπαραστάτην λ. τινὰ [[αὐτόθι]] 675· τοὺς Ἕλληνας λ. συναγωνιζομένους Ἰσοκρ., κτλ. 6) παρ’ Ἡροδ. 7. 42, τὴν Ἴδην λαβὼν ἐς ἀριστερὴν χέρα, τηρῶν ἔχε πρὸς τὰ ἀριστερά σου τὴν Ἴδην (ὡς τὸ ἔχων ὀλίγῳ κατωτέρω)· οὕτω, λ. ἐν δεξιᾷ Θουκ. 7. 1· λ. κατὰ νώτου, [[ὄπισθεν]], δηλ. εἶμαι [[ὀπίσω]], Ἡρόδ. 1. 75· πρβλ. [[ἀπείργω]]. 7) λ. Ἑλληνίδα ἐσθῆτα ὁ αὐτ. 4. 78, πρβλ. 2. 37· λ. ζυγὸν Πινδ. Π. 2. 172. 8) ἀντιλαμβάνομαι διὰ τῶν αἰσθήσεων, θέαν ὄμμασιν Σοφ. Φιλ. 537, πρβλ. 656· πρόσφθεγμά τινος [[αὐτόθι]] 234· ὁρᾶται, ἢ [[ἄλλῃ]] τινὶ αἰσθήσει λαμβάνεται Πλάτ. Πολ. 524D. β) [[λαμβάνω]] διὰ τοῦ νοῦ, ἐννοῶ, «[[καταλαμβάνω]]», «παίρνω» (κοινῶς), φρενὶ Ἡρόδ. 9. 10. νόῳ ὁ αὐτ. 3. 41· θυμῷ Πινδ. Ο. 8. 8· τῇ διανοίᾳ Πλάτ. Παρμ. 143Α· λ. ἐν τῇ γνώμῃ βεβαίως Ξεν. Κύρ. 3. 3, 51· ἐν νῷ Πολύβ. 2. 35, 6· - καὶ ἀπολ., λ. τὴν ἀλήθειαν Ἀντιφῶν 112. 19· μνήμην παρὰ φήμης λ. Λύσ. 190. 30, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 246D, κτλ. γ) [[ὑπολαμβάνω]], «[[ἐκλαμβάνω]]», ἐννοῶ πρᾶγμά τι ὡς ἔχον κατά τινα τρόπον, π.χ. [[χωρίον]] συγγραφέως, Λατ. accipere, μετ’ ἐπιρρ. πρὸς δήλωσιν τοῦ τρόπου, [[ταύτῃ]] [[ταῦτα]] ἐλάμβανον Ἡρόδ. 7. 142· λάβετε τοὺς λόγους μὴ πολεμίως Θουκ. 4. 17· τὸ [[πρᾶγμα]] [[μειζόνως]] ἐλάμβανον, ἀντελαμβάνοντο τὸ [[πρᾶγμα]] ὡς σπουδαιότερον, ὁ αὐτ. 6. 27· ὀρθῶς λ. Πλάτ. Ἵππαρχ. 227C· λ. τι οὕτω, ὁμοίως, κτλ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 7, κτλ.· σπανιώτερον μετ’ ὀνόματος ὡς κατηγορουμένου, ὡς μεθυστικὰς λ. τὰς ἁρμονίας ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 7, 14, πρβλ. 4. 11, 17· τοῦτο λ. γιγνόμενον ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 8, 14· - [[ὡσαύτως]], [[περί]] τινος χαλεπῶς λαβεῖν Θουκ. 6. 61· λ. [[περί]] τινος τί ἐστιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 9, 1, πρβλ. 6. 5, 1, κ. ἀλλ.· -[[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., λ. τι εἶναί τι ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 4. 11, 2, κ. ἀλλ.· καὶ μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, λ. ὅτι... ὁ αὐτ. ἐν Μεταφ. 9. 1, 18, κ. ἀλλ.· λ. [[ποσαχῶς]] τι λέγεται ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 4. 3, 1. δ) ὡς τὸ Λατ. accipere in malam partem, πρὸς [[δέος]] λ. τι Πλουτ. Φλαμ. 7· πρὸς ἀτιμίαν ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 13· λ. δι’ οἴκτου Εὐρ. Ἱκέτ. 194. ε) ἐν τῇ λογικῇ, [[λαμβάνω]] ὡς δεδομένον, τὸν ἄνθρωπον ἢ θνητὸν ἢ ἀθάνατον δεῖ λ. Ἀριστ. Ἀναλ. Πρότ. 1, 31, 3· λ. τὰς περὶ ἑκάστου ἀρχὰς [[αὐτόθι]] 2. 1, 1, κτλ.· - παθ., τὰ ἐξ ἀρχῆς ληφθέντα αὐτ. 1. 4, 4, τέλ.· αἱ εἰλημμέναι προτάσεις [[αὐτόθι]] 1. 14, 6, κτλ. ζ) [[λαμβάνω]], δηλ. [[καθορίζω]], ἐκτιμῶ, τὴν ξυμμέτρησιν τῶν κλιμάκων Θουκ. 3. 20· τὸ [[μέγεθος]] τῶν ἁμαρτημάτων Λυκοῦργ. 156. 15· τὴν τιμωρίαν ποθεινοτέραν λ. Θουκ. 2. 42. 9) [[λαμβάνω]] εἰς χεῖρας, [[ἀναλαμβάνω]] (ἴδε ἐν λέξ. ληπτέον), λ. τι ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον, ἀντίθετ. τῷ συνταχύνειν, Ἡρόδ. 3. 71· μηδένα πόνον λαβόντες, μὴ λαμβάνοντες μηδεμίαν ἐνόχλησιν, ὁ αὐτ. 7. 24· παλαισμάτων φροντίδα λ. Πινδ. Ν. 10. 40. 10) [[περιλαμβάνω]], Πολύβ. 3. 107, 10. 11) ἡ μετοχ. λαβὼν [[πολλάκις]] κατὰ τὸ φαινόμενον κεῖται πλεοναστικῶς, ἀλλὰ πράγματι προσθέτει εἰς τὸ δραματικὸν [[ἀποτέλεσμα]] τῆς περιγραφῆς, ὡς, λαβὼν κύσε χεῖρα, ἔλαβε καὶ ἐφίλησεν, Ὀδ. Ω. 398, πρβλ. Ο. 269, Ἰλ. Φ. 36· [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., στρατὸν λαβών... ἔρχεται Σοφ. Τρ. 259· τῆ νῦν τόδε [[πῖθι]] λαβὼν Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 6, κτλ.· ἴδε ἔχω Α. Ι. 6, [[φέρω]] Χ. 2. ΙΙ. [[λαμβάνω]] τι (προσφερόμενον), [[δέχομαι]]· 1) [[λαμβάνω]] τι διδόμενον, [[κυρίως]] ἐπὶ πραγμάτων (Α. Β. 106), [[ἄποινα]] Ἰλ. Ζ. 427· τὰ πρῶτα Ψ. 275· [[ἀντίποινα]] Σοφ. Ἠλ. 592 (ἴδε κατωτ. δ.)· τὶ [[παρά]] τινος Ἡρόδ. 8. 10, κτλ.· [[πρός]] τινος Σοφ. Ἠλ. 12, κτλ.· ἀπό τινος Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 4· - [[κερδαίνω]], ἀποκτῶ, [[κλέος]] Ὀδ. Α. 298, Σοφ. Φιλ. 1347, κτλ.· κόσμον Πινδ. Ν. 3. 54· ἀλκὴν Σοφ. Ο. Τ. 218, κτλ.· πρὸς τὸ μνηστεύεσθαι λ. ἡλικίαν, [[φθάνω]] εἰς..., Ἰσοκρ. 215Ε· λ. νόστον Εὐρ. Ι. Τ. 1016, κτλ.· λ. τὴν ἀρχὴν τῆς θαλάττης Ἰσοκρ. 94C, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1163· τέρψιν ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 820· [[χάριν]] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1004· δῶρα Ἡρόδ. 8. 10, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 439· [[κέρδος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 906: - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῆς ἐννοίας, λ. [[ὄνειδος]] Σοφ. Ο.Τ. 1494· ξυμφορὰν Εὐρ. Μήδ. 43· θάνατον ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 201· γέλωτα μωρίαν τε, [[ἐπισύρω]] κατ’ [[ἐμαυτοῦ]]..., ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 600· αἰτίαν ἀπό τινος Θουκ. 2. 18, κτλ.· - περὶ τοῦ λ. θυμόν, κτλ., ἴδε ἀνωτ. Ι. 2 καὶ κατωτ. 3. β) [[ὑποδέχομαι]] φιλοξένως, φιλοξενῶ, ὡς τὸ [[δέχομαι]], Ὀδ. Ζ. 255· ἀλλ’ ἡ [[ἔννοια]] αὕτη [[εἶναι]] ἀμφίβ., καὶ ὁ στίχ. [[εἶναι]] πιθ. [[νόθος]], ἴδε Nitzsch.· τὸ τοῦ Σοφ. Ο. Κ. 284 (ἱκέτην ἔλαβες ἐχέγγυον) πλησιάζει εἰς ταύτην τὴν ἔννοιαν· - [[λαμβάνω]] εἰς γάμον, Ἡρόδ. 1. 199., 9. 108, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 14, κτλ. γ) λ. [[ὄνομα]], ἀποκτῶ, Πλάτ. Σοφιστ. 267D, πρβλ. Συμπ. 173D. δ) λ. δίκην, [[δέχομαι]], δηλ. [[ὑποφέρω]] τιμωρίαν, τιμωροῦμαι, Λατ. dare poenas, Ἡρόδ. 1. 115· τὴν ἀξίην λ., [[ἀξίως]] τῶν πεπραγμένων κτλ., ὁ αὐτ. ἐν 7. 39· δίκην γὰρ ἀξίαν ἐλάμβανεν Εὐρ. Βάκχ. 1313· - ἀλλ’ αὕτη δὲν [[εἶναι]] [[συνήθης]] [[σημασία]], ἴδε ἀνωτ. Ι. 1. γ., καὶ Elmsl. [[Ἡρακλ]]. 852. ε) λ. ὅρκον, πιστὰ (ἴδε ἐν λ. [[ὅρκος]], Ι. 2, πιστὸς ΙΙ. 2)· λ. λόγον, ἀπαιτῶ λογαριασμόν, τινός, διά τι [[πρᾶγμα]], ἀπό τινος, ἔκ τινος προσώπου, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 3, πρβλ. Δημ. 101. 17. ζ) λ. ἐν γαστρί, [[συλλαμβάνω]], ἐγγαστρώνομαι, Ἱππ. Προρρ. 107· [[κῦμα]] λ., ἐπὶ τῆς γῆς, Αἰσχύλ. Χο. 128. η) [[λαμβάνω]] ὡς εἰσόδημα, [[κέρδος]] κττ., ἐκ τοῦ χωρίου Ἀριστοφ. Νεφ. 1123· μισθὸν ἐκ τῆς ἀρχῆς Πλάτ. Πολ. 347Β. - λ. τι δραχμῆς, ὀβολοῦ, [[ἀγοράζω]] [[ἀντί]]..., Ἀριστοφ. Εἰρ. 1263, Βάτρ. 1236, πρβλ. Νεφ. 1396, Ξεν. Συμπ. 2, 4. θ) λ. πεῖράν τινος, ἴδε ἐν λ. [[πεῖρα]]. 2) [[δέχομαι]], [[παραδέχομαι]], ὁ [[μέγας]] [[κίνδυνος]] ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει Πινδ. Ο. 1. 131. 3) ἐπὶ προσώπων ὑποκειμένων εἰς αἰσθήματα κ.τ.τ., λ. θυμόν, «παίρνω καρδιά», Ὀδ. Κ. 461· [[συχν]]. ὡς ἁπλῆ [[περίφρασις]], λ. φόβον = φοβεῖσθαι, Σοφ. Ο. Κ. 729· αἰδῶ λ. = αἰδεῖσθαι, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 345· λ. ὀργὴν = ὀργίζεσθαι, Εὐρ. Ἱκετ. 1050· λ. ἀρχὴν = ἄρχεσθαι, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1124· λ. [[ὕψος]], αὔξησιν = ὑψοῦσθαι, αὐξάνεσθαι, Θουκ. 1. 91, Ἰσοκρ., κτλ.· λ. κακόν τι Ἀριστοφ. Νεφ. 1310· λ. νόσον Πλάτ. Πολ. 640D· λ. μορφήν, [[τέλος]], κτλ., Ἀριστ., κτλ., [[οὕτως]], αἱ οἰκίαι ἐπάλξεις λαμβάνουσαι, λαμβάνουσαι προσθέτους ἐπάλξεις, Θουκ. 4. 69, πρβλ. 115. Β. Μέσ., «πιάνομαι ἀπό τινος», [[μετὰ]] γεν., σχεδίης Ὀδ. Ε. 325· τῆς κεφαλῆς Ἡρόδ. 4. 64, πρβλ. 9. 76, Εὐρ. Μήδ. 899, κτλ.· τοῦ βωμοῦ Ἀνδοκ. 16. 34, κτλ.· - «πιάνομαι ἀπό τινος», [[καταλαμβάνω]] τι, ἀρχῆς Σοφ. Ο. Κ. 373· λαβέσθαι τοῦ καιροῦ, τῆς εὐκαιρίας, Ἰσαῖ. π. Μενεκλ. Κλήρ. § 35· λ. τῆς ἀληθείας Πλάτ. Φιλήμ. 65Β· ἐλπίδος Πολύβ. 37. 2, 7. 2) [[ἐπιβάλλω]] βαρείας χεῖρας ἐπί τινος, [[συλλαμβάνω]], μετ’ αἰτ., Ὀδ. Δ. 388· ἀλλὰ χαλεπῶς λαμβάνομαί τινος, [[ἐπιβάλλω]] βαρείας χεῖρας ἐπί τινα, φέρομαι σκληρῶς [[πρός]] τινα, Ἡρόδ. 2. 121, 4. 3) ἐπὶ τόπου, λ. τῶν ὀρῶν, [[καταφεύγω]] εἰς τὰ ὄρη, [[φθάνω]] εἰς τὰ ὄρη, Θουκ. 3. 24, πρβλ. 160· Δήλου λαβόμεναι (δηλ. αἱ [[νῆες]]) ὁ αὐτ. ἐν 8. 80. 4) [[εὑρίσκω]] [[σφάλμα]] εἴς τινα, ἐπιπλήττω, ἐπιτιμῶ, τινος Πλάτ. Νόμ. 637Β. 5) λαβέσθαι [[ἑαυτοῦ]], ἀναχαιτίσαι ἑαυτόν, Ἡλιόδ. 2. 24.
|lstext='''λαμβάνω''': μέλλ. λήψομαι (λήψω μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς Α΄. Μακκ. Δ΄, 18)˙ Ἰων. [[λάμψομαι]] Ἡρόδ., Δωρ. [[λαψεῦμαι]] ἢ -οῦμαι Ἐπίχ. 18 Ahr., Θεόκρ. 1. 4, 10˙ λήμψομαι ἐπιγραφ. Λυκ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4224c (προσθῆκαι), 4244 κ. ἀλλ.˙ - ἀόρ. β΄ ἔλᾰβον. Ἐπ. ἔλλ-, Ὅμ., κτλ.˙ Ἰων. λάβεσκον Ἡσ. Ἀποσπ. 96, Ἡρόδ. 4. 78, 130˙ προστ. λαβὲ Ἰλ. Α. 407, κτλ.˙ φέρεται λάβε ἐν τῷ Μεδ. Χφῳ τῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 130˙ εὐκτ. λάβοιν Εὐρ. Ἀποσπ. 362. 6˙ - πρκμ. εἴληφα Ἀττ., Ἰων. λελάβηκα Ἡρόδ. 4. 79, [[ὡσαύτως]] παρ’ Εὐπόλ. ἐν Ἀδήλ. 76˙ ὑπερσ. εἰλήφειν Θουκ. 2. 88˙ Ἰων. λελαβήκει (κατα-) Ἡρόδ. 3. 42˙ - Μέσ. ἀόρ. β΄ ἐλαβόμην, Ἐπικ. ἐλλ-, Ὀδ. Ε. 255, Ἀττ.˙ Ἐπ. μετ’ ἀναδιπλ. [[λελαβέσθαι]] Ὀδ. Δ. 388. - Παθ. μέλλ. ληφθήσομαι Εὐρ., κτλ.˙ (κατα-)λελήψομαι Ἀριστείδ. σ. 677 Δινδ.˙ - ἀόρ. ἐλήφθην Ἀττ., ἐλάμφθην Ἰων.˙ παρὰ μεταγεν. ἐλήμφθην Ἐπιγρ. Ἑλλ. 722, 1˙ - πρκμ. εἴλημμαι Ἀττ.˙ ἀλλὰ παρὰ Τραγ. σχεδὸν ἀείποτε λέλημμαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 876, Εὐρ. Ἴων 1113, Ι. Α. 363, Κύκλ. 433, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1090, ἴδε Elmsl. εἰς Βάκχ. 1100˙ Ἰων. [[λέλαμμαι]] Ἡρόδ. καὶ Ἱππ.˙ ἀπαρ. ἀναλελάμφθαι Ἱππ. 744F˙ περὶ τῶν τύπων τούτων ἴδε Veitch. Cr. Verbs ἐν λέξ. ἐκ τούτων τῶν χρόνων ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν ἐνεργ. ἀόρ., καὶ τὸν μέσ. ἀόρ. δὶς (ἴδε ἀνωτ.). (Ἡ √ΛΑΒ φαίνεται ἐν τῷ λαβεῖν, λαβή, λαβίς, ἀλλ’ ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] φαίνεται ὅτι ἦτο ΛΑΦ, πρβλ. εἴληφα, ἀμφιλαφής, λάφυρα, πρὸς τὸ Σανσκρ. labh, labh-ê (adipisci, concipere), lâbh-as (lucrum, [[λῆμμα]])˙ -λάζομαι, λάζυμαι [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] συγγενῆ, ἴδε Ζζ ΙΙ, 5. ἀλλ’ ἀναμφιβόλως τὸ ἀπολαύω ἴδε ἐν λέξ.). Ἡ πρώτη [[ἔννοια]] τῆς λέξεως [[εἶναι]] [[διπλῆ]], ἡ μὲν ([[μᾶλλον]] ἐνεργητικὴ) [[λαμβάνω]] «παίρνω»˙ ἡ δὲ ([[μᾶλλον]] παθητικὴ) [[λαμβάνω]] (προσφερόμενον), [[δέχομαι]]. Ι. [[λαμβάνω]], «παίρνω», 1) πιάνω, [[λαμβάνω]] τι εἰς χεῖρας, [[ἁρπάζω]] τι, μάστιγα καὶ [[ἡνία]] Ὀδ. Ζ. 81˙ ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον προστιθεμένου τοῦ χειρὶ ἢ χερσί, [[ἔγχος]], [[δέπας]] χειρὶ λ. Ἰλ., κτλ.˙ χειρὶ χεῖρας λαβεῖν Φ. 286, κτλ.˙ ἐν χείρεσσι λάβ’ [[ἡνία]] Θ. 116, κτλ.˙ ἐν χεροῖν λ. Σοφ. Ο. Τ. 912˙ διὰ χερῶν λαβὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 916˙ ἐς χέρας Εὐρ. Ἑκ. 1242˙ ἐν ἀγκάλαις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 481, κτλ.˙ ἐπὶ ἀετοῦ, ποσὶ λ. ἄγραν Πινδ. Ν. 3. 141˙ - τὸ λαμβανόμενον [[πρᾶγμα]] τίθεται κατ’ αἰτ., λ. [[γούνατα]] Ἰλ. Ω. 465, καὶ ἴδε ἀνωτ.˙ ἀλλ’ [[ὅταν]] ἡ [[πρᾶξις]] αὕτη ἀναφέρηται μόνον εἰς [[μέρος]], τὸ [[μέρος]] τοῦτο τίθεται κατὰ γενικήν, ἐνῷ τὸ ὅλον μένει κατ’ αἰτιατ., π.χ. τὴν πτέρυγος λάβεν, τὴν ἔλαβεν («τὴν ἔπιασεν») ἐκ τῆς πτέρυγος, Ἰλ. Β. 316˙ τὸν δὲ πεσόντα ποδῶν ἔλαβε Δ. 463˙ γούνων λάβε κούρην Ὀδ. Ζ. 142, κτλ.˙ - [[ὅθεν]] παραλειπομένης τῆς αἰτιατ. τοῦ ὅλου τὸ [[λαμβάνω]] συντάσσεται [[μετὰ]] μόνης γενικῆς τοῦ μέρους, ποδῶν, γούνων, [[κόρυθος]] λάβεν, ἔλαβεν, ἐπίασεν ἀπό..., Ἰλ. Α. 407., Σ. 155, κτλ.˙ ἀγκὰς [[ἀλλήλων]] λαβέτην, ἔλαβον ἀλλήλους διὰ τῶν βραχιόνων, ἐνηγκαλίσθησαν ἀμοιβαίως, Ψ. 711˙ καὶ οὕτω [[συχνάκις]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ (ἴδε κατωτ. Β.). β) [[λαμβάνω]] διὰ τῆς βίας, [[ἁρπάζω]], [[ἀποκομίζω]] ὡς λείαν, Ὀδ. Λ. 4, Ἰλ. Ε. 273., Θ. 191, κτλ.˙ [[οὕτως]], Ἡρόδ. 4. 130, Σοφ. Φ. 68, 1431, κτλ.· ἐκ πόλιος... ἀλόχους καὶ κτήματα Ὀδ. Ι. 41· [[οὕτως]] ἐπὶ λεόντων, Ἰλ. Λ. 114· ἵνα δαῖτα λάβῃσιν Ω. 43˙ ἐπὶ ἀετοῦ, Ρ. 678· ἐπὶ δελφῖνος, Φ. 24. γ) λ. δίκην, ποινάς, Λατ. sumere poenas, [[λαμβάνω]] ἱκανοποίησιν, [[ἐπιβάλλω]] ποινήν, Λυσ. 94. 27., 95. 5, Ἰσοκρ. 78Ε, Εὐρ. Τρῳ. 360, (σπανίως ἀντὶ τοῦ δοῦναι δίκην, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1. δ) οὕτω λ. ζημίαν, τιμωρίαν Δημ. 155, 12., 319. 12. 2) ἐπὶ παθῶν, αἰσθημάτων κτλ., [[καταλαμβάνω]] [[κυριεύω]], [[μένος]] ἔλλαβε θυμὸν Ἰλ. Ψ. 468· Ἀτρείωνα... [[χόλος]] λάβε Α. 387· [[κάματος]], [[τρόμος]] λάβε γυῖα Δ. 230., Ω. 170· λαμβάνει τινὰ [[ἀμφασίη]], [[ἄλγος]], [[ἄχος]], [[πένθος]], [[φόβος]], [[χόλος]] Ὀδ. Δ. 704, ἀλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., Θουκ. 2. 29, 92, Ξεν. Κύρ. 5. 5, 6, Πλάτ. Νόμ. 699C· ἀκολούθως ἐπὶ αἰφνιδίου νόσου, [[προσβάλλω]], [[καταλαμβάνω]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 417, Ἱππ. 453 ἐν τέλ., κτλ. (πρβλ. [[λάζομαι]], [[λῆψις]])· καὶ ἐν τῷ παθ. λαμβάνεσθαι νόσῳ, ὑπὸ νόσου Σοφ. Τρ. 446, Ἡρόδ. 1. 138· ἔρωτι Ξεν. Κύρ. 6. 1, 31, κτλ.· - τἀνάπαλιν ἐπὶ τοῦ προσώπου, λ. θυμόν, κτλ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3. β) ἐπὶ θεότητος [[καταλαμβάνω]], [[κατέχω]], τινὰ Ἡρόδ. 4. 79· Παθ., Ρέᾳ ληφθῆναι Λουκ. Νιγρ. 37· πρβλ. Νυμφόληπτος. γ) ἐπὶ σκότους καὶ τῶν τοιούτων, [[καταλαμβάνω]], [[κατέχω]], [[κνέφας]] λ. [[τέμενος]] αἰθέρος Αἰσχύλ. Πέρσ. 365. 3) [[καταλαμβάνω]], [[ἐπέρχομαι]] ὡς [[ἐχθρός]], Ἰλ. Ε. 159, Λ. 106, 126, κτλ.· τινὰ στείχοντα [[θύραζε]] Ὀδ. Ι. 418· ζῶντες ἐλάμφθησαν Ἡρόδ. 9. 119· ἀκολούθως, [[ἁπλῶς]], [[καταλαμβάνω]], [[εὑρίσκω]], [[ἐπέρχομαι]], λ. τινὰ μοῦνον ὁ αὐτ. 1. 116, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1031, Εὐρ. Ἴων 1339· - παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ. [[ὡσαύτως]], [[καταλαμβάνω]], [[εὑρίσκω]], [[ἀνακαλύπτω]], Λατ. deprehendo, Ἡρόδ. 2. 89· ποίῳ λαβών σε [[Ζεὺς]] ἐπ’ αἰτιάματι Αἰσχύλ. Πρ. 194· τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου λ. Σοφ. Ο. Τ. 266· [[συχν]]. [[μετὰ]] μετοχ., κἂν λάβῃς μ’ ἐψευσμένον [[αὐτόθι]] 461· κλέπτοντα Κλέωνα λάβοιμι Ἀριστοφ. Σφ. 759· λ. τινὰ ψευδόμενον Πλάτ. Πολ. 389D· τοῦτον ὑβρίζοντα λαβόντες Δημ. 546. 5· [[οὕτως]] ἐν τῷ Παθ., δρῶσ’ ἐλήφθης Σοφ. Τρ. 808· ἐπ’ αὐτοφώρῳ δεινὰ δρῶν εἰλημμένος Ἀριστοφ. Πλ. 455· ληφθεῖσαν ἐπ’ αὐτοφώρῳ μηχανωμένην τι Ἀντιφῶν 111. 47· μοιχὸς ἐλήφθη Λυσ. 136. 3. 4) λ. τινὰ πίστι καὶ ὁρκίοισι, δένω, ὑποχρεῶ τινα διά..., Ἡρόδ. 3. 74· (οὕτω καταλαβεῖν 9. 106)· ἀραῖον λαβεῖν τινα Σοφ. Ο. Τ. 276· - ἀπολ., [[συμβαίνω]], [[γίνομαι]], [[ἐπειδὴ]] καιρὸς ἐλάμβανε Θουκ. 2. 34· [[ἐνταῦθα]] ὁ Bekk. ἀνέγνω καιρόν, ἀλλ’ ἡ [[φράσις]] ἐπαναλαμβάνεται παρὰ Δίωνι Κ. 44. 19· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[καταλαμβάνω]] ΙΙ. 5) [[λαμβάνω]] τινὰ ὡς..., παῖδα λ. [[πρόβλημα]] [[αὐτοῦ]] Σοφ. Φιλ. 1008· ξυμπαραστάτην λ. τινὰ [[αὐτόθι]] 675· τοὺς Ἕλληνας λ. συναγωνιζομένους Ἰσοκρ., κτλ. 6) παρ’ Ἡροδ. 7. 42, τὴν Ἴδην λαβὼν ἐς ἀριστερὴν χέρα, τηρῶν ἔχε πρὸς τὰ ἀριστερά σου τὴν Ἴδην (ὡς τὸ ἔχων ὀλίγῳ κατωτέρω)· οὕτω, λ. ἐν δεξιᾷ Θουκ. 7. 1· λ. κατὰ νώτου, [[ὄπισθεν]], δηλ. εἶμαι [[ὀπίσω]], Ἡρόδ. 1. 75· πρβλ. [[ἀπείργω]]. 7) λ. Ἑλληνίδα ἐσθῆτα ὁ αὐτ. 4. 78, πρβλ. 2. 37· λ. ζυγὸν Πινδ. Π. 2. 172. 8) ἀντιλαμβάνομαι διὰ τῶν αἰσθήσεων, θέαν ὄμμασιν Σοφ. Φιλ. 537, πρβλ. 656· πρόσφθεγμά τινος [[αὐτόθι]] 234· ὁρᾶται, ἢ [[ἄλλῃ]] τινὶ αἰσθήσει λαμβάνεται Πλάτ. Πολ. 524D. β) [[λαμβάνω]] διὰ τοῦ νοῦ, ἐννοῶ, «[[καταλαμβάνω]]», «παίρνω» (κοινῶς), φρενὶ Ἡρόδ. 9. 10. νόῳ ὁ αὐτ. 3. 41· θυμῷ Πινδ. Ο. 8. 8· τῇ διανοίᾳ Πλάτ. Παρμ. 143Α· λ. ἐν τῇ γνώμῃ βεβαίως Ξεν. Κύρ. 3. 3, 51· ἐν νῷ Πολύβ. 2. 35, 6· - καὶ ἀπολ., λ. τὴν ἀλήθειαν Ἀντιφῶν 112. 19· μνήμην παρὰ φήμης λ. Λύσ. 190. 30, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 246D, κτλ. γ) [[ὑπολαμβάνω]], «[[ἐκλαμβάνω]]», ἐννοῶ πρᾶγμά τι ὡς ἔχον κατά τινα τρόπον, π.χ. [[χωρίον]] συγγραφέως, Λατ. accipere, μετ’ ἐπιρρ. πρὸς δήλωσιν τοῦ τρόπου, [[ταύτῃ]] [[ταῦτα]] ἐλάμβανον Ἡρόδ. 7. 142· λάβετε τοὺς λόγους μὴ πολεμίως Θουκ. 4. 17· τὸ [[πρᾶγμα]] [[μειζόνως]] ἐλάμβανον, ἀντελαμβάνοντο τὸ [[πρᾶγμα]] ὡς σπουδαιότερον, ὁ αὐτ. 6. 27· ὀρθῶς λ. Πλάτ. Ἵππαρχ. 227C· λ. τι οὕτω, ὁμοίως, κτλ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 7, κτλ.· σπανιώτερον μετ’ ὀνόματος ὡς κατηγορουμένου, ὡς μεθυστικὰς λ. τὰς ἁρμονίας ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 7, 14, πρβλ. 4. 11, 17· τοῦτο λ. γιγνόμενον ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 8, 14· - [[ὡσαύτως]], [[περί]] τινος χαλεπῶς λαβεῖν Θουκ. 6. 61· λ. [[περί]] τινος τί ἐστιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 9, 1, πρβλ. 6. 5, 1, κ. ἀλλ.· -[[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., λ. τι εἶναί τι ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 4. 11, 2, κ. ἀλλ.· καὶ μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, λ. ὅτι... ὁ αὐτ. ἐν Μεταφ. 9. 1, 18, κ. ἀλλ.· λ. [[ποσαχῶς]] τι λέγεται ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 4. 3, 1. δ) ὡς τὸ Λατ. accipere in malam partem, πρὸς [[δέος]] λ. τι Πλουτ. Φλαμ. 7· πρὸς ἀτιμίαν ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 13· λ. δι’ οἴκτου Εὐρ. Ἱκέτ. 194. ε) ἐν τῇ λογικῇ, [[λαμβάνω]] ὡς δεδομένον, τὸν ἄνθρωπον ἢ θνητὸν ἢ ἀθάνατον δεῖ λ. Ἀριστ. Ἀναλ. Πρότ. 1, 31, 3· λ. τὰς περὶ ἑκάστου ἀρχὰς [[αὐτόθι]] 2. 1, 1, κτλ.· - παθ., τὰ ἐξ ἀρχῆς ληφθέντα αὐτ. 1. 4, 4, τέλ.· αἱ εἰλημμέναι προτάσεις [[αὐτόθι]] 1. 14, 6, κτλ. ζ) [[λαμβάνω]], δηλ. [[καθορίζω]], ἐκτιμῶ, τὴν ξυμμέτρησιν τῶν κλιμάκων Θουκ. 3. 20· τὸ [[μέγεθος]] τῶν ἁμαρτημάτων Λυκοῦργ. 156. 15· τὴν τιμωρίαν ποθεινοτέραν λ. Θουκ. 2. 42. 9) [[λαμβάνω]] εἰς χεῖρας, [[ἀναλαμβάνω]] (ἴδε ἐν λέξ. ληπτέον), λ. τι ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον, ἀντίθετ. τῷ συνταχύνειν, Ἡρόδ. 3. 71· μηδένα πόνον λαβόντες, μὴ λαμβάνοντες μηδεμίαν ἐνόχλησιν, ὁ αὐτ. 7. 24· παλαισμάτων φροντίδα λ. Πινδ. Ν. 10. 40. 10) [[περιλαμβάνω]], Πολύβ. 3. 107, 10. 11) ἡ μετοχ. λαβὼν [[πολλάκις]] κατὰ τὸ φαινόμενον κεῖται πλεοναστικῶς, ἀλλὰ πράγματι προσθέτει εἰς τὸ δραματικὸν [[ἀποτέλεσμα]] τῆς περιγραφῆς, ὡς, λαβὼν κύσε χεῖρα, ἔλαβε καὶ ἐφίλησεν, Ὀδ. Ω. 398, πρβλ. Ο. 269, Ἰλ. Φ. 36· [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., στρατὸν λαβών... ἔρχεται Σοφ. Τρ. 259· τῆ νῦν τόδε [[πῖθι]] λαβὼν Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 6, κτλ.· ἴδε ἔχω Α. Ι. 6, [[φέρω]] Χ. 2. ΙΙ. [[λαμβάνω]] τι (προσφερόμενον), [[δέχομαι]]· 1) [[λαμβάνω]] τι διδόμενον, [[κυρίως]] ἐπὶ πραγμάτων (Α. Β. 106), [[ἄποινα]] Ἰλ. Ζ. 427· τὰ πρῶτα Ψ. 275· [[ἀντίποινα]] Σοφ. Ἠλ. 592 (ἴδε κατωτ. δ.)· τὶ [[παρά]] τινος Ἡρόδ. 8. 10, κτλ.· [[πρός]] τινος Σοφ. Ἠλ. 12, κτλ.· ἀπό τινος Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 4· - [[κερδαίνω]], ἀποκτῶ, [[κλέος]] Ὀδ. Α. 298, Σοφ. Φιλ. 1347, κτλ.· κόσμον Πινδ. Ν. 3. 54· ἀλκὴν Σοφ. Ο. Τ. 218, κτλ.· πρὸς τὸ μνηστεύεσθαι λ. ἡλικίαν, [[φθάνω]] εἰς..., Ἰσοκρ. 215Ε· λ. νόστον Εὐρ. Ι. Τ. 1016, κτλ.· λ. τὴν ἀρχὴν τῆς θαλάττης Ἰσοκρ. 94C, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1163· τέρψιν ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 820· [[χάριν]] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1004· δῶρα Ἡρόδ. 8. 10, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 439· [[κέρδος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 906: - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῆς ἐννοίας, λ. [[ὄνειδος]] Σοφ. Ο.Τ. 1494· ξυμφορὰν Εὐρ. Μήδ. 43· θάνατον ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 201· γέλωτα μωρίαν τε, [[ἐπισύρω]] κατ’ [[ἐμαυτοῦ]]..., ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 600· αἰτίαν ἀπό τινος Θουκ. 2. 18, κτλ.· - περὶ τοῦ λ. θυμόν, κτλ., ἴδε ἀνωτ. Ι. 2 καὶ κατωτ. 3. β) [[ὑποδέχομαι]] φιλοξένως, φιλοξενῶ, ὡς τὸ [[δέχομαι]], Ὀδ. Ζ. 255· ἀλλ’ ἡ [[ἔννοια]] αὕτη [[εἶναι]] ἀμφίβ., καὶ ὁ στίχ. [[εἶναι]] πιθ. [[νόθος]], ἴδε Nitzsch.· τὸ τοῦ Σοφ. Ο. Κ. 284 (ἱκέτην ἔλαβες ἐχέγγυον) πλησιάζει εἰς ταύτην τὴν ἔννοιαν· - [[λαμβάνω]] εἰς γάμον, Ἡρόδ. 1. 199., 9. 108, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 14, κτλ. γ) λ. [[ὄνομα]], ἀποκτῶ, Πλάτ. Σοφιστ. 267D, πρβλ. Συμπ. 173D. δ) λ. δίκην, [[δέχομαι]], δηλ. [[ὑποφέρω]] τιμωρίαν, τιμωροῦμαι, Λατ. dare poenas, Ἡρόδ. 1. 115· τὴν ἀξίην λ., [[ἀξίως]] τῶν πεπραγμένων κτλ., ὁ αὐτ. ἐν 7. 39· δίκην γὰρ ἀξίαν ἐλάμβανεν Εὐρ. Βάκχ. 1313· - ἀλλ’ αὕτη δὲν [[εἶναι]] [[συνήθης]] [[σημασία]], ἴδε ἀνωτ. Ι. 1. γ., καὶ Elmsl. [[Ἡρακλ]]. 852. ε) λ. ὅρκον, πιστὰ (ἴδε ἐν λ. [[ὅρκος]], Ι. 2, πιστὸς ΙΙ. 2)· λ. λόγον, ἀπαιτῶ λογαριασμόν, τινός, διά τι [[πρᾶγμα]], ἀπό τινος, ἔκ τινος προσώπου, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 3, πρβλ. Δημ. 101. 17. ζ) λ. ἐν γαστρί, [[συλλαμβάνω]], ἐγγαστρώνομαι, Ἱππ. Προρρ. 107· [[κῦμα]] λ., ἐπὶ τῆς γῆς, Αἰσχύλ. Χο. 128. η) [[λαμβάνω]] ὡς εἰσόδημα, [[κέρδος]] κττ., ἐκ τοῦ χωρίου Ἀριστοφ. Νεφ. 1123· μισθὸν ἐκ τῆς ἀρχῆς Πλάτ. Πολ. 347Β. - λ. τι δραχμῆς, ὀβολοῦ, [[ἀγοράζω]] [[ἀντί]]..., Ἀριστοφ. Εἰρ. 1263, Βάτρ. 1236, πρβλ. Νεφ. 1396, Ξεν. Συμπ. 2, 4. θ) λ. πεῖράν τινος, ἴδε ἐν λ. [[πεῖρα]]. 2) [[δέχομαι]], [[παραδέχομαι]], ὁ [[μέγας]] [[κίνδυνος]] ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει Πινδ. Ο. 1. 131. 3) ἐπὶ προσώπων ὑποκειμένων εἰς αἰσθήματα κ.τ.τ., λ. θυμόν, «παίρνω καρδιά», Ὀδ. Κ. 461· [[συχν]]. ὡς ἁπλῆ [[περίφρασις]], λ. φόβον = φοβεῖσθαι, Σοφ. Ο. Κ. 729· αἰδῶ λ. = αἰδεῖσθαι, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 345· λ. ὀργὴν = ὀργίζεσθαι, Εὐρ. Ἱκετ. 1050· λ. ἀρχὴν = ἄρχεσθαι, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1124· λ. [[ὕψος]], αὔξησιν = ὑψοῦσθαι, αὐξάνεσθαι, Θουκ. 1. 91, Ἰσοκρ., κτλ.· λ. κακόν τι Ἀριστοφ. Νεφ. 1310· λ. νόσον Πλάτ. Πολ. 640D· λ. μορφήν, [[τέλος]], κτλ., Ἀριστ., κτλ., [[οὕτως]], αἱ οἰκίαι ἐπάλξεις λαμβάνουσαι, λαμβάνουσαι προσθέτους ἐπάλξεις, Θουκ. 4. 69, πρβλ. 115. Β. Μέσ., «πιάνομαι ἀπό τινος», [[μετὰ]] γεν., σχεδίης Ὀδ. Ε. 325· τῆς κεφαλῆς Ἡρόδ. 4. 64, πρβλ. 9. 76, Εὐρ. Μήδ. 899, κτλ.· τοῦ βωμοῦ Ἀνδοκ. 16. 34, κτλ.· - «πιάνομαι ἀπό τινος», [[καταλαμβάνω]] τι, ἀρχῆς Σοφ. Ο. Κ. 373· λαβέσθαι τοῦ καιροῦ, τῆς εὐκαιρίας, Ἰσαῖ. π. Μενεκλ. Κλήρ. § 35· λ. τῆς ἀληθείας Πλάτ. Φιλήμ. 65Β· ἐλπίδος Πολύβ. 37. 2, 7. 2) [[ἐπιβάλλω]] βαρείας χεῖρας ἐπί τινος, [[συλλαμβάνω]], μετ’ αἰτ., Ὀδ. Δ. 388· ἀλλὰ χαλεπῶς λαμβάνομαί τινος, [[ἐπιβάλλω]] βαρείας χεῖρας ἐπί τινα, φέρομαι σκληρῶς [[πρός]] τινα, Ἡρόδ. 2. 121, 4. 3) ἐπὶ τόπου, λ. τῶν ὀρῶν, [[καταφεύγω]] εἰς τὰ ὄρη, [[φθάνω]] εἰς τὰ ὄρη, Θουκ. 3. 24, πρβλ. 160· Δήλου λαβόμεναι (δηλ. αἱ [[νῆες]]) ὁ αὐτ. ἐν 8. 80. 4) [[εὑρίσκω]] [[σφάλμα]] εἴς τινα, ἐπιπλήττω, ἐπιτιμῶ, τινος Πλάτ. Νόμ. 637Β. 5) λαβέσθαι [[ἑαυτοῦ]], ἀναχαιτίσαι ἑαυτόν, Ἡλιόδ. 2. 24.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[λήψομαι]], <i>ao.2</i> [[ἔλαβον]], <i>pf.</i> [[εἴληφα]];<br /><i>Pass. f.</i> ληφθήσομαι, <i>ao.</i> [[ἐλήφθην]], <i>pf.</i> [[εἴλημμαι]];<br /><b>I.</b> prendre :<br /><b>1</b> prendre dans ses mains, saisir, acc. ; <i>en parl. de suppliants</i> [[λαβεῖν]] [[γούνατα]] IL prendre les genoux de (qqn) ; τινα ποδῶν λ. IL saisir qqn par les pieds ; τὴν πτέρυγος λάβεν IL il le saisit (le passereau) par l’aile ; [[ἔλαβον]] τῆς ζώνης τὸν Ὀρόνταν XÉN ils saisirent Orontas par la ceinture ; ζῶντες ἐλάμφθησαν HDT ils furent pris vivants ; [[λαβεῖν]] πόλιν THC, Σικελίαν THC s’emparer d’une ville, de la Sicile ; λ. αἰχμαλώτους THC faire des prisonniers ; <i>fig.</i> [[λαβεῖν]] τινὰ [[πίστι]] καὶ ὁρκίοσι HDT lier qqn par une promesse et des serments ; ἀραῖον λ. τινά SOPH contraindre qqn par des imprécations ; <i>avec un suj. de chose</i> Ἀτρειῶνα [[χόλος]] [[λάβε]] IL la colère s’empara du fils d’Atrée ; <i>Pass.</i> λαμβάνεσθαι νόσῳ SOPH, ὑπὸ νόσου HDT être pris par la maladie ; λαμβάνεσθαι ἔρωτι XÉN être pris par l’amour ; <i>avec un suj. de chose</i> [[τρόμος]] [[ἔλλαβε]] <i>poét.</i> γυῖα IL un tremblement avait saisi vos membres ; [[κνέφας]] λαμβάνει [[τέμενος]] αἰθέρος ESCHL l’obscurité envahit la voûte du ciel;<br /><b>2</b> prendre, découvrir : τὸν αὐτόχειρα [[τοῦ]] φόνου SOPH l’auteur du meurtre ; prendre à l’improviste, surprendre : κλέπτοντά τινα λ. AR prendre qqn en flagrant délit de vol ; <i>Pass.</i> δρῶσ’ ἐλήφθης SOPH on t’a prise sur le fait;<br /><b>3</b> saisir fortuitement, trouver, rencontrer : λ. τινά, qqn;<br /><b>4</b> prendre sur soi : Ἑλληνίδα ἐσθῆτα HDT prendre le costume grec;<br /><b>5</b> prendre avec soi, amener <i>ou</i> emmener : ξυμπαραστάτην λ. τινά SOPH prendre qqn comme assistant, comme secours ; ἑτάρους [[τε]] λαβὼν καὶ [[νῆα]] [[ἦλθον]] OD j’ai pris avec moi des compagnons et un vaisseau et je suis parti;<br /><b>6</b> prendre en échange : λ. [[δίκην]] <i>ou</i> ποινάς, ζημίαν <i>ou</i> τιμωρίαν, <i>litt.</i> prendre le châtiment (en échange de la faute), <i>càd</i> châtier, punir;<br /><b>7</b> prendre possession de, occuper ; <i>en parl. de la divinité</i> s’emparer de, posséder : λ. τινά, posséder qqn ; <i>Pass.</i> être possédé d’un dieu, d’une déesse;<br /><b>8</b> <i>fig.</i> atteindre par les sens <i>ou</i> par l’intelligence : λ. θέαν ὄμμασιν SOPH voir un spectacle de ses yeux ; λ. νόῳ HDT, [[ἐν]] [[τῇ]] γνώμῃ XÉN atteindre par l’intelligence, saisir dans son esprit ; juger, apprécier : τὴν ξυμμέτρησιν [[τῶν]] κλιμάκων THC prendre la mesure correspondante des échelles ; <i>avec un attribut</i> : τὴν τιμωρίαν ποθεινοτέραν λ. THC juger plus désirable la vengeance ; prendre en tel ou tel sens, comprendre de telle ou telle façon : [[ταύτῃ]] [[ταῦτα]] ἐλάμβανον HDT c’est ainsi qu’ils expliquaient ces événements ; λ. τοὺς λόγους μὴ [[πολεμίως]] THC accueillir les paroles non en ennemi ; <i>avec une prép.</i> : πρὸς [[δέος]] λ. [[τι]] PLUT prendre qch en crainte, <i>càd</i> s’effrayer de qch ; λ. πρὸς ἀτιμίαν PLUT prendre qch comme une injure <i>litt.</i> comme une cause de déshonneur;<br /><b>9</b> <i>abs.</i> parvenir à, atteindre : τὴν ἡλικίαν ISOCR l’âge de qch ; [[κλέος]] OD gagner de la gloire ; <i>en mauv. part</i> λ. αἰτίαν THC encourir une accusation;<br /><b>II.</b> recevoir :<br /><b>1</b> <i>propr.</i> prendre des mains de qqn : λ. [[τι]] [[παρά]] τινος, [[πρός]] τινος, [[ἀπό]] τινος, recevoir qch de qqn ; <i>avec un suj. de chose</i> : οἰκίαι ἐπάλξεις λαμβάνουσαι THC maisons qui reçoivent des créneaux ; <i>fig.</i> recevoir une impression, éprouver un sentiment, une passion, <i>etc.</i> : λ. θυμόν OD prendre courage ; λ. φόβον = φοβεῖσθαι SOPH s’effrayer ; λ. εὔνοιαν THC concevoir de la bienveillance;<br /><b>2</b> recueillir, retirer : οἶνον [[ἐκ]] [[τοῦ]] χωρίου AR du vin du terrain;<br /><b>3</b> recevoir en échange ; <i>fig.</i> λ. [[δίκην]] HDT être puni ; τὴν ἀξίην λ. HDT recevoir le juste châtiment (d’une faute);<br /><i><b>Moy.</b></i> λαμβάνομαι prendre pour soi, sur soi <i>ou</i> avec soi :<br /><b>1</b> <i>sans idée de violence</i> λ. σχεδίης OD saisir un radeau;<br /><b>2</b> <i>avec idée de violence</i> λ. τινά, se saisir de qqn ; avec un gén. : λ. ἀρχῆς SOPH s’emparer du pouvoir;<br /><b>3</b> prendre possession de ; s’engager dans : [[τῶν]] [[ὀρῶν]] THC dans les montagnes ; parvenir à : Δήλου THC à Délos.<br />'''Étymologie:''' R. Λαβ, prendre ; primitiv. Λαφ, &gt; pf. [[εἴληφα]].
}}
}}