λιστός: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λιστός''': -ή, -όν, ([[λίσσομαι]]) ὃν δύναται νὰ συγκινήσῃ ἡ [[ἱκεσία]], Ἰλ. Ι. 497 ὡς μνημονεύεται παρὰ Πλάτ. ἐν Πολ. 364D (ἀλλὰ νῦν ἐν τῷ Ὁμηρ. στίχῳ ὑπάρχει ἀντὶ τοῦ λιστοὶ ἡ λεξ. στρεπτοί)· ἀλλαχοῦ μόνον ἐν συνθέτοις [[ἄλλιστος]], [[τρίλλιστος]].
|lstext='''λιστός''': -ή, -όν, ([[λίσσομαι]]) ὃν δύναται νὰ συγκινήσῃ ἡ [[ἱκεσία]], Ἰλ. Ι. 497 ὡς μνημονεύεται παρὰ Πλάτ. ἐν Πολ. 364D (ἀλλὰ νῦν ἐν τῷ Ὁμηρ. στίχῳ ὑπάρχει ἀντὶ τοῦ λιστοὶ ἡ λεξ. στρεπτοί)· ἀλλαχοῦ μόνον ἐν συνθέτοις [[ἄλλιστος]], [[τρίλλιστος]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu’on fléchit par des prières.<br />'''Étymologie:''' [[λίσσομαι]].
}}
}}