3,277,055
edits
(6_13a) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐτᾰνεύω''': μέλλ. -σω, ἐν τοῖς μετ’ αὐξήσεως χρόνοις τὸ λ διπλασιάζεται παρ’ Ὁμ. [[χάριν]] τοῦ μέτρου, [[ἐλλιτάνευε]], ἐλλιτάνευσα· ([[λίτομαι]]). Συνώνυμ. τῷ [[λίσσομαι]], [[ἱκετεύω]], παρακαλῶ, [[μάλιστα]] ζητῶν προστασίαν, Ὅμ., κλ. ― Συντάσσεται ὡς τὸ [[λίσσομαι]], [[ἤτοι]] ἀπολ., Ὀδ. Η. 145· ἢ μετ’ αἰτ. προσ., Ἰλ. Ι. 581, κτλ.· τὸ δὲ περὶ οὗ ἱκετεύει τις κατὰ γενικήν, γούνων λιτανεύειν Ὀδ. Κ. 481· ἀνθ’ οὗ ἐν Ἰλ. Ω. 357 ὑπάρχει: ἀλλ’ ἄγε, γούνων ἁψάμενοι λιτανεύσομεν (Ἐπικ. ἀντὶ -ωμεν) [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρεμ., Ψ. 196· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Ἡσ. Θ. 469, Πίνδ., κλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ οὐδ. ἐπιθ., πολλὰ λ. τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ν. 5. 57· ― σπάν. παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 7 καὶ παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 26, Πλάτ. Πολ. 388Β· λ. τὸ [[θεῖον]] Στράβ. 713· τοὺς θεοὺς εὐχαῖς Διον. Ἁλ. 4. 76. | |lstext='''λῐτᾰνεύω''': μέλλ. -σω, ἐν τοῖς μετ’ αὐξήσεως χρόνοις τὸ λ διπλασιάζεται παρ’ Ὁμ. [[χάριν]] τοῦ μέτρου, [[ἐλλιτάνευε]], ἐλλιτάνευσα· ([[λίτομαι]]). Συνώνυμ. τῷ [[λίσσομαι]], [[ἱκετεύω]], παρακαλῶ, [[μάλιστα]] ζητῶν προστασίαν, Ὅμ., κλ. ― Συντάσσεται ὡς τὸ [[λίσσομαι]], [[ἤτοι]] ἀπολ., Ὀδ. Η. 145· ἢ μετ’ αἰτ. προσ., Ἰλ. Ι. 581, κτλ.· τὸ δὲ περὶ οὗ ἱκετεύει τις κατὰ γενικήν, γούνων λιτανεύειν Ὀδ. Κ. 481· ἀνθ’ οὗ ἐν Ἰλ. Ω. 357 ὑπάρχει: ἀλλ’ ἄγε, γούνων ἁψάμενοι λιτανεύσομεν (Ἐπικ. ἀντὶ -ωμεν) [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρεμ., Ψ. 196· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Ἡσ. Θ. 469, Πίνδ., κλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ οὐδ. ἐπιθ., πολλὰ λ. τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ν. 5. 57· ― σπάν. παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 7 καὶ παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 26, Πλάτ. Πολ. 388Β· λ. τὸ [[θεῖον]] Στράβ. 713· τοὺς θεοὺς εὐχαῖς Διον. Ἁλ. 4. 76. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=invoquer par des prières, prier, supplier : τινά qqn ; πολλὰ [[γούνων]] λιτανεύειν OD adresser des prières répétées à qqn en tenant ses genoux embrassés.<br />'''Étymologie:''' [[λίτανος]]. | |||
}} | }} |