λιτόβιος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῑτόβιος''': -ον, (λῑτὸς) ζῶν [[ἁπλῶς]], ἀπερίττως ἢ [[μετὰ]] φειδοῦς, Στράβ. 701.
|lstext='''λῑτόβιος''': -ον, (λῑτὸς) ζῶν [[ἁπλῶς]], ἀπερίττως ἢ [[μετὰ]] φειδοῦς, Στράβ. 701.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui vit simplement.<br />'''Étymologie:''' [[λιτός]], [[βίος]].
}}
}}