λογχήρης: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λογχήρης''': -ες, ὡπλισμένος διὰ λόγχης, λ. [[ἀσπιστής]], ἔχω λόγχην καὶ ἀσπίδα, Εὐρ. Ι. Α. 1067.
|lstext='''λογχήρης''': -ες, ὡπλισμένος διὰ λόγχης, λ. [[ἀσπιστής]], ἔχω λόγχην καὶ ἀσπίδα, Εὐρ. Ι. Α. 1067.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />armé d’une lance.<br />'''Étymologie:''' [[λόγχη]], ἄρω.
}}
}}