λυγόω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῠγόω''': δένω σφιγκτῶς, στερεῶς, ἱμάντι κατ’ αὐχένος [[ἅμμα]] Ἀνθ. Π. 9. 150· ἀλυκτοπέδῃσι λυγωθεὶς Ἀνθ. Πλαν. 15. ΙΙ. [[κάμπτω]], [[καταβάλλω]], [[δαμάζω]], Δανάας ἐλύγωσεν ὅδε φένα Ἀνθ. Π. 5. 217.
|lstext='''λῠγόω''': δένω σφιγκτῶς, στερεῶς, ἱμάντι κατ’ αὐχένος [[ἅμμα]] Ἀνθ. Π. 9. 150· ἀλυκτοπέδῃσι λυγωθεὶς Ἀνθ. Πλαν. 15. ΙΙ. [[κάμπτω]], [[καταβάλλω]], [[δαμάζω]], Δανάας ἐλύγωσεν ὅδε φένα Ἀνθ. Π. 5. 217.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> plier, courber;<br /><b>2</b> lier.<br />'''Étymologie:''' [[λύγος]].
}}
}}