λόφος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λόφος''': -ου, ὁ, [[κυρίως]] ὁ αὐχὴν τῶν ὑποζυγίων κτηνῶν, [[ἐπειδὴ]] ὁ ζυγὸς στηρίζεται ἐπ’ [[αὐτοῦ]] καὶ λέπει αὐτόν· ἐπὶ ἵππου, ἡ [[χαίτη]], Ἰλ. Ψ. 508 (πρβλ. [[λοφιά]])· ἐπὶ ἀνδρός, τὸ ἐξέχον [[σημεῖον]] τοῦ αὐχένος [[ὀπίσω]], Κ. 573· μεταφορ., ὑπὸ ζυγῷ λόφον ἔχειν, ἔχω τὸν αὐχένα ὑπὸ τὸν [[ζυγόν]], δηλ. μεθ’ ὑπομονῆς [[ὑπακούω]], Σοφ. Ἀντ. 292· πρβλ. [[εὔλοφος]]. ΙΙ. ὁ [[λόφος]] βουνοῦ [[ῥάχις]], ὡς τὸ Λατ. jugum, dorsum, Ὀδ. Λ. 956, ΙΙ. 471, Ἡρόδ. 2. 124· [[οὕτως]] ἀείποτε παρὰ Πινδ., ὡς Ο. 8. 21, Ν. 5. 85, καὶ ἐν Θουκ. 4. 124, Πλάτ. Νόμ. 682Β. ΙΙΙ. ὁ [[λόφος]] περικεφαλαίας, Λατ. crista, συνήθως ἐκ τριχῶν ἵππου, κυνέην... ἵππουριν, δεινὸν δὲ [[λόφος]] καθύπερθεν ἔνευεν Ἰλ. Π. 138, πρβλ. Ζ. 469., Ο. 537, Ὀδ. Χ. 124· λευκοὶ ἵππιοι λόφοι Ἀλκαῖ. 56 (1)· ἀλλ’ ὁ [[Ἥφαιστος]] ἐποίησεν αὐτοὺς ἐκ χρυσοῦ, Ἰλ. Σ. 612., Τ. 383., Χ. 316· [[τρεῖς]] κατασκίους λόφους σείει Αἰσχύλ. Θήβ. 384, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 575, 586· λόφων ἐπένευον ἔθειραι Θεόκρ. 22. 186· [[ἐπινόησις]] τῶν Καρῶν καθ’ Ἡρόδ. 1. 171· [[λόφος]] [[ὑακινθινοβαφής]], ἐπὶ Περσικῆς περικεφαλαίας, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 2· καὶ ὁ Ἀριστοφ. σκώπτει τοὺς λόφους τοῦ Λαμάχου, ὡς εἰ ἦσαν [[πρᾶγμα]] ἀσύνηθες ἐν Ἀθήναις κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους, Ἀχ. 575, 586, 965 ἑξ., 1038.- Ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν ἐπὶ τῆς σημασίας Ι μόνον ἐν τῇ Ἰλιάδι· ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ μόνον ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ· ἐπὶ δὲ τῆς σημας. ΙΙΙ [[συχνάκις]] ἐν Ἰλιάδι καὶ [[ἅπαξ]] ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ· - σπάνιον ἐπὶ οἱασδήποτε τῶν σημασιῶν τούτων ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ. 2) μεθ’ Ὅμ. = ὁ [[λόφος]] ὁ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς πτηνῶν, Λατ. crista, [[εἴτε]] ἐκ πτερῶν ὡς ὁ τοῦ κορυδαλλοῦ, Σιμων. 68, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 25· [[εἴτε]] ἐκ σαρκός, ὡς ὁ τοῦ ἀλεκτρυόνος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 496, Ὄρν. 1366, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 7· - μεταφορ., ῥήματα... ὀφρῦς καὶ λόφους ἔχοντα Ἀριστοφ. Βάτρ. 925. 3) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[πλέγμα]] ἢ σωρὸς τριχῶν ἐπὶ τῆς κορυφῆς, λόφους κείρεσθαι, κείρεσθαι [[οὕτως]] [[ὥστε]] ἔχειν λόφον ἢ πλεξίδα ἐπὶ τῆς κορυφῆς, ὡς τὸ περιτρόχαλα κείρεσθαι, Ἡρόδ. 4. 175. 4) ἐπὶ μεγάλων ἰχθύων, = [[λοφιά]], Πλούτ. 2. 978Α.
|lstext='''λόφος''': -ου, ὁ, [[κυρίως]] ὁ αὐχὴν τῶν ὑποζυγίων κτηνῶν, [[ἐπειδὴ]] ὁ ζυγὸς στηρίζεται ἐπ’ [[αὐτοῦ]] καὶ λέπει αὐτόν· ἐπὶ ἵππου, ἡ [[χαίτη]], Ἰλ. Ψ. 508 (πρβλ. [[λοφιά]])· ἐπὶ ἀνδρός, τὸ ἐξέχον [[σημεῖον]] τοῦ αὐχένος [[ὀπίσω]], Κ. 573· μεταφορ., ὑπὸ ζυγῷ λόφον ἔχειν, ἔχω τὸν αὐχένα ὑπὸ τὸν [[ζυγόν]], δηλ. μεθ’ ὑπομονῆς [[ὑπακούω]], Σοφ. Ἀντ. 292· πρβλ. [[εὔλοφος]]. ΙΙ. ὁ [[λόφος]] βουνοῦ [[ῥάχις]], ὡς τὸ Λατ. jugum, dorsum, Ὀδ. Λ. 956, ΙΙ. 471, Ἡρόδ. 2. 124· [[οὕτως]] ἀείποτε παρὰ Πινδ., ὡς Ο. 8. 21, Ν. 5. 85, καὶ ἐν Θουκ. 4. 124, Πλάτ. Νόμ. 682Β. ΙΙΙ. ὁ [[λόφος]] περικεφαλαίας, Λατ. crista, συνήθως ἐκ τριχῶν ἵππου, κυνέην... ἵππουριν, δεινὸν δὲ [[λόφος]] καθύπερθεν ἔνευεν Ἰλ. Π. 138, πρβλ. Ζ. 469., Ο. 537, Ὀδ. Χ. 124· λευκοὶ ἵππιοι λόφοι Ἀλκαῖ. 56 (1)· ἀλλ’ ὁ [[Ἥφαιστος]] ἐποίησεν αὐτοὺς ἐκ χρυσοῦ, Ἰλ. Σ. 612., Τ. 383., Χ. 316· [[τρεῖς]] κατασκίους λόφους σείει Αἰσχύλ. Θήβ. 384, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 575, 586· λόφων ἐπένευον ἔθειραι Θεόκρ. 22. 186· [[ἐπινόησις]] τῶν Καρῶν καθ’ Ἡρόδ. 1. 171· [[λόφος]] [[ὑακινθινοβαφής]], ἐπὶ Περσικῆς περικεφαλαίας, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 2· καὶ ὁ Ἀριστοφ. σκώπτει τοὺς λόφους τοῦ Λαμάχου, ὡς εἰ ἦσαν [[πρᾶγμα]] ἀσύνηθες ἐν Ἀθήναις κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους, Ἀχ. 575, 586, 965 ἑξ., 1038.- Ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν ἐπὶ τῆς σημασίας Ι μόνον ἐν τῇ Ἰλιάδι· ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ μόνον ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ· ἐπὶ δὲ τῆς σημας. ΙΙΙ [[συχνάκις]] ἐν Ἰλιάδι καὶ [[ἅπαξ]] ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ· - σπάνιον ἐπὶ οἱασδήποτε τῶν σημασιῶν τούτων ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ. 2) μεθ’ Ὅμ. = ὁ [[λόφος]] ὁ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς πτηνῶν, Λατ. crista, [[εἴτε]] ἐκ πτερῶν ὡς ὁ τοῦ κορυδαλλοῦ, Σιμων. 68, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 25· [[εἴτε]] ἐκ σαρκός, ὡς ὁ τοῦ ἀλεκτρυόνος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 496, Ὄρν. 1366, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 7· - μεταφορ., ῥήματα... ὀφρῦς καὶ λόφους ἔχοντα Ἀριστοφ. Βάτρ. 925. 3) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[πλέγμα]] ἢ σωρὸς τριχῶν ἐπὶ τῆς κορυφῆς, λόφους κείρεσθαι, κείρεσθαι [[οὕτως]] [[ὥστε]] ἔχειν λόφον ἢ πλεξίδα ἐπὶ τῆς κορυφῆς, ὡς τὸ περιτρόχαλα κείρεσθαι, Ἡρόδ. 4. 175. 4) ἐπὶ μεγάλων ἰχθύων, = [[λοφιά]], Πλούτ. 2. 978Α.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> cou d’un animal ; <i>fig.</i> ὑπὸ ζυγῷ λόφον ἔχειν SOPH avoir le cou sous le joug, <i>càd</i> obéir docilement;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> <b>1</b> aigrette <i>ou</i> panache : [[λόφος]] [[ὑακινθινοβαφής]] XÉN aigrette violette <i>litt.</i> teinte en couleur d’hyacinthe;<br /><b>2</b> huppe d’oiseau;<br /><b>3</b> crête de coq;<br /><b>4</b> touffe de cheveux saillants sur le haut de la tête, huppe, houppe, toupet;<br /><b>5</b> nageoire dorsale;<br /><b>III.</b> <i>fig.</i> sommet d’une colline, colline.<br />'''Étymologie:''' [[λέπω]].
}}
}}