λιπάω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐπάω''': ([[λίπας]], [[λίπος]]) εἶμαι παχὺς καὶ [[μαλακός]], ἀπαντᾷ δὲ μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. ἐνεστ. [[λιπόω]], διάφ. γρ. ἐν Ὀδ. Τ. 72 ἀντὶ τοῦ [[ῥυπόω]]· μετοχ. λιπόοντα, Καλλ. Ἀποσπ. 141, Ἀνθ. Π. 6. 324· καὶ ὁμαλ. μετοχ. λιπῶν, Φρύν. Κωμικ. ἐν «Ποαστρίαις» 1, Καλλ. Ἀποσπ. 121, Πλούτ. 2. 206F.
|lstext='''λῐπάω''': ([[λίπας]], [[λίπος]]) εἶμαι παχὺς καὶ [[μαλακός]], ἀπαντᾷ δὲ μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. ἐνεστ. [[λιπόω]], διάφ. γρ. ἐν Ὀδ. Τ. 72 ἀντὶ τοῦ [[ῥυπόω]]· μετοχ. λιπόοντα, Καλλ. Ἀποσπ. 141, Ἀνθ. Π. 6. 324· καὶ ὁμαλ. μετοχ. λιπῶν, Φρύν. Κωμικ. ἐν «Ποαστρίαις» 1, Καλλ. Ἀποσπ. 121, Πλούτ. 2. 206F.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. part. prés.</i><br />être gras.<br />'''Étymologie:''' [[λίπα]].
}}
}}