λημνίσκος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λημνίσκος''': ὁ, ([[λῆνος]]) ἐξ ἐρίου στενὴ [[ταινία]], Λατ. taenia, infula, δι’ ἧς ἀνεδεῖτο ἡ [[κόμη]], Πολύβ. 18. 29, 12, Πλουτ. Σύλλ. 27, Ἀνθ. Π. 12. 123· - [[βρόχος]] πρὸς σύλληψιν πτηνῶν, Ἀθήν. 220C· χειρουργικὸς [[ἐπίδεσμος]], Ἡράκλ. παρὰ Γαλην.
|lstext='''λημνίσκος''': ὁ, ([[λῆνος]]) ἐξ ἐρίου στενὴ [[ταινία]], Λατ. taenia, infula, δι’ ἧς ἀνεδεῖτο ἡ [[κόμη]], Πολύβ. 18. 29, 12, Πλουτ. Σύλλ. 27, Ἀνθ. Π. 12. 123· - [[βρόχος]] πρὸς σύλληψιν πτηνῶν, Ἀθήν. 220C· χειρουργικὸς [[ἐπίδεσμος]], Ἡράκλ. παρὰ Γαλην.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />bandelette, ruban.<br />'''Étymologie:''' DELG [[Λῆμνος]].
}}
}}