μακρολογέω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μακρολογέω''': ὡς καὶ νῦν, πολυλογῶ, Πλάτ. Γοργ. 645Β, Θεαίτ. 163D, κ. ἀλλ.· [[περί]] τινος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· μετ᾿ αἰτ. πράγμ., [[λέγω]] πολλὰ [[περί]] τινος πράγματος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 13· ‒ ῥημ. ἐπίθ. -ητέον, Κλήμ. Ἀλ. 203.
|lstext='''μακρολογέω''': ὡς καὶ νῦν, πολυλογῶ, Πλάτ. Γοργ. 645Β, Θεαίτ. 163D, κ. ἀλλ.· [[περί]] τινος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· μετ᾿ αἰτ. πράγμ., [[λέγω]] πολλὰ [[περί]] τινος πράγματος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 13· ‒ ῥημ. ἐπίθ. -ητέον, Κλήμ. Ἀλ. 203.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> parler avec prolixité;<br /><b>2</b> parler longuement.<br />'''Étymologie:''' [[μακρολόγος]].
}}
}}