λῦμα: Difference between revisions

359 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῦμα''': τό, (ἴδε ἐν λ. [[λούω]])· ― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὸ [[ὕδωρ]] τὸ χρησιμεῦον εἰς [[νίψιμον]] ἢ πλύσιν, ἢ ὁ [[ῥύπος]] ὁ ἀποπλυθείς, τὰ «ξεπλύματα», ἀκαθαρσίαι Λατ. purgamenta, οἱ δ’ ἀπελυμαίνοντο καὶ εἰς ἅλα λύματ’ ἔβαλλον Ἰλ. Α. 314· ἀμβροσίῃ μὲν πρῶτον ἀπὸ [[χροός]]... λύματα πάντα κάθηρεν Ξ. 171, πρβλ. Ἱππ. 272. 30· λύμαθ’ ἁγνίσας ἐμά, ἐπὶ τοῦ ἐπὶ τῶν χειρῶν [[αὐτοῦ]] αἵματος, Σοφ. Αἴ. 655· λύματα τόκου = τὰ [[λόχια]], Καλλ. εἰς Δία 17· γῆς ὁ αὐτ. εἰς Ἀπόλλ. 109· δόμων Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 710· οὗτοι (δηλ. οἱ Ρωμαῖοι) προὐνόησαν [[μάλιστα]] ὧν ὠλιγώρησαν ἐκεῖνοι (δηλ. οἱ Ἕλληνες) στρώσεως ὁδῶν καὶ ὑδάτων εἰσαγωγῆς καὶ ὑπονόμων τῶν δυναμένων ἐκκλύζειν τὰ λύματα τῆς πόλεως εἰς τὸν Τίβεριν Στράβ. 235· ἐπὶ κόπρου, Καλλ. Ἀποσπ. 216, πρβλ. εἰς Δήμ. 116. ΙΙ. ἠθικὸς [[ῥύπος]], [[μάλιστα]] ἐν τῷ ἑνικῷ, [[λῦμα]] τῷ γήρᾳ τρέφειν Σοφ. Ο. Κ. 805. ΙΙΙ. = [[λύμη]], [[ὄλεθρος]], Αἰσχύλ. Πρ. 692· ἐν τῷ ἑνικῷ ἐπὶ προσώπου, σύ τοι, λῦμ’ Ἀχαιῶν, δηλ. ὁ Ἕκτωρ, Εὐρ. Τρῳ. 588.
|lstext='''λῦμα''': τό, (ἴδε ἐν λ. [[λούω]])· ― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὸ [[ὕδωρ]] τὸ χρησιμεῦον εἰς [[νίψιμον]] ἢ πλύσιν, ἢ ὁ [[ῥύπος]] ὁ ἀποπλυθείς, τὰ «ξεπλύματα», ἀκαθαρσίαι Λατ. purgamenta, οἱ δ’ ἀπελυμαίνοντο καὶ εἰς ἅλα λύματ’ ἔβαλλον Ἰλ. Α. 314· ἀμβροσίῃ μὲν πρῶτον ἀπὸ [[χροός]]... λύματα πάντα κάθηρεν Ξ. 171, πρβλ. Ἱππ. 272. 30· λύμαθ’ ἁγνίσας ἐμά, ἐπὶ τοῦ ἐπὶ τῶν χειρῶν [[αὐτοῦ]] αἵματος, Σοφ. Αἴ. 655· λύματα τόκου = τὰ [[λόχια]], Καλλ. εἰς Δία 17· γῆς ὁ αὐτ. εἰς Ἀπόλλ. 109· δόμων Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 710· οὗτοι (δηλ. οἱ Ρωμαῖοι) προὐνόησαν [[μάλιστα]] ὧν ὠλιγώρησαν ἐκεῖνοι (δηλ. οἱ Ἕλληνες) στρώσεως ὁδῶν καὶ ὑδάτων εἰσαγωγῆς καὶ ὑπονόμων τῶν δυναμένων ἐκκλύζειν τὰ λύματα τῆς πόλεως εἰς τὸν Τίβεριν Στράβ. 235· ἐπὶ κόπρου, Καλλ. Ἀποσπ. 216, πρβλ. εἰς Δήμ. 116. ΙΙ. ἠθικὸς [[ῥύπος]], [[μάλιστα]] ἐν τῷ ἑνικῷ, [[λῦμα]] τῷ γήρᾳ τρέφειν Σοφ. Ο. Κ. 805. ΙΙΙ. = [[λύμη]], [[ὄλεθρος]], Αἰσχύλ. Πρ. 692· ἐν τῷ ἑνικῷ ἐπὶ προσώπου, σύ τοι, λῦμ’ Ἀχαιῶν, δηλ. ὁ Ἕκτωρ, Εὐρ. Τρῳ. 588.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> souillure, impureté, ordure :<br /><b>1</b> <i>au propre, d’ord. au pl.</i> impuretés enlevées par un lavage;<br /><b>2</b> <i>au sens mor.</i> souillure, tache, sujet de honte <i>ou</i> de déshonneur;<br /><b>II.</b> fléau, mal, malheur.<br />'''Étymologie:''' R. Λυ, laver ; v. [[λούω]].
}}
}}