λυσσόω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λυσσόω''': [[κάμνω]] τινὰ λυσσαλέον, μαινόμενον, Ἐπικ. μετοχ. λυσσώων Ἀνθ. Π. 5. 266, Μανέθων 1. 244· ― Παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[μανιώδης]], Ψευδο-Φωκυλ. 114.
|lstext='''λυσσόω''': [[κάμνω]] τινὰ λυσσαλέον, μαινόμενον, Ἐπικ. μετοχ. λυσσώων Ἀνθ. Π. 5. 266, Μανέθων 1. 244· ― Παθ., εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[μανιώδης]], Ψευδο-Φωκυλ. 114.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />mettre en rage ; <i>Pass.</i> être en rage.<br />'''Étymologie:''' [[λύσσα]].
}}
}}