μάλαξις: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάλαξις''': ἡ, τὸ μαλάσσειν, μαλακύνειν, «μαλάκωμα», διὰ πυρὸς Πλούτ. 2. 436Α· σιδήρου [[αὐτόθι]] C· μ. τῆς τροφῆς, [[χώνευσις]], [[πέψις]], [[αὐτόθι]] 700Β.
|lstext='''μάλαξις''': ἡ, τὸ μαλάσσειν, μαλακύνειν, «μαλάκωμα», διὰ πυρὸς Πλούτ. 2. 436Α· σιδήρου [[αὐτόθι]] C· μ. τῆς τροφῆς, [[χώνευσις]], [[πέψις]], [[αὐτόθι]] 700Β.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’amollir, amollissement.<br />'''Étymologie:''' [[μαλάσσω]].
}}
}}