3,274,216
edits
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαστίζω''': ὁ ἐν. πρῶτον παρὰ Θεοκρ., Ἐπικ. ἀόρ. μάστιξα Ὅμ.· μετοχ. ἀορ. παθ. μαστιχθεὶς Ἀνθ. Π. 9. 384 ([[μάστιξ]]). Κτυπῶ διὰ μάστιγος, [[μαστίζω]], κτυπῶ μάστιξε δ’ ἵππους Ἰλ. Ε. 768, κτλ.· ὤμους μαστίσδοιεν (Δωρ. ἀντὶ -ίζοιεν) Θεόκρ. 7. 108· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., μάστιξεν δ’ [[ἐλάαν]], τοὺς ἐκτύπησε (διὰ τῆς μάστιγος) [διὰ] νὰ δράμωσι, νὰ προχωρήσωσι, «νὰ τραβήξουν ἐμπρός», Ἰλ. Ε. 366, Ὀδ. Ζ. 82, κτλ. - Ὡς τὸ [[μαστιάω]], [[μαστίω]], λέξ. Ἐπικὴ δὶς ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κωμ. (Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 15, Ἄλεξ. ἐν «Λεύκῃ» 1, 5), καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς Πλουτ. Ἀλεξ. 42, Λουκ. Εἰκ. 24, κτλ., - ὁ δὲ Ἀττ. [[τύπος]] [[εἶναι]]: [[μαστιγόω]]. | |lstext='''μαστίζω''': ὁ ἐν. πρῶτον παρὰ Θεοκρ., Ἐπικ. ἀόρ. μάστιξα Ὅμ.· μετοχ. ἀορ. παθ. μαστιχθεὶς Ἀνθ. Π. 9. 384 ([[μάστιξ]]). Κτυπῶ διὰ μάστιγος, [[μαστίζω]], κτυπῶ μάστιξε δ’ ἵππους Ἰλ. Ε. 768, κτλ.· ὤμους μαστίσδοιεν (Δωρ. ἀντὶ -ίζοιεν) Θεόκρ. 7. 108· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., μάστιξεν δ’ [[ἐλάαν]], τοὺς ἐκτύπησε (διὰ τῆς μάστιγος) [διὰ] νὰ δράμωσι, νὰ προχωρήσωσι, «νὰ τραβήξουν ἐμπρός», Ἰλ. Ε. 366, Ὀδ. Ζ. 82, κτλ. - Ὡς τὸ [[μαστιάω]], [[μαστίω]], λέξ. Ἐπικὴ δὶς ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κωμ. (Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 15, Ἄλεξ. ἐν «Λεύκῃ» 1, 5), καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς Πλουτ. Ἀλεξ. 42, Λουκ. Εἰκ. 24, κτλ., - ὁ δὲ Ἀττ. [[τύπος]] [[εἶναι]]: [[μαστιγόω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> μαστίξω, <i>ao.</i> ἐμάστιξα, <i>pf. inus.</i><br />fouetter, acc. : μάστιξεν δ’ [[ἐλάαν]] IL, OD il fouetta (les chevaux) pour les lancer en avant.<br />'''Étymologie:''' [[μάστιξ]]. | |||
}} | }} |