μελαναυγής: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελᾰναυγής''': -ές, σκοτεινῶς λάμπων, νασμὸς Εὐρ. Ἑκ. 154˙ - ποιητ. θηλ. μελαναυγέτις, ιδος, Ὀρφ. Ἀργ. 515, ἐκ διορθώσ. τοῦ Ἑρμάννου.
|lstext='''μελᾰναυγής''': -ές, σκοτεινῶς λάμπων, νασμὸς Εὐρ. Ἑκ. 154˙ - ποιητ. θηλ. μελαναυγέτις, ιδος, Ὀρφ. Ἀργ. 515, ἐκ διορθώσ. τοῦ Ἑρμάννου.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui est d’un noir brillant.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[αὐγή]].
}}
}}