3,271,499
edits
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεθίστημι''': Α. Μεταβ., κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., μέλλ. καὶ ἀόρ. α΄, τοποθετῶ κατ’ ἄλλον τρόπον, [[μεταλλάσσω]], [[μεταβάλλω]], μεταστήσω τοι [[ταῦτα]], θά σοι τὰ ἀλλάξω, δηλ. θά σοι δώσω ἄλλα (δῶρα) ἀντ’ αὐτῶν, Ὀδ. Δ. 612· μ. τὰ [[νόμιμα]] πάντα Ἡρόδ. 1. 65· [[ὄνομα]], τύχην, κτλ., Εὐρ., κτλ.· τὸ μέγα εἰς οὐδὲν μ. [[χρόνος]] Εὐρ. Ἀποσπ. 306· μ. νόμους Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 64· ταύτην τὴν πολιτείαν Πλάτ. Πολ. 562C· μ. τὴν πόλιν ἐκ τοῦ παρόντος κόσμου Θουκ. 8. 48· ἐς ὀλιγαρχίαν μ. [τὴν πολιτείαν] Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 24· ἐξ ὀλιγαρχίας ἐς τὸ δημοκρατεῖσθαι μ. τοὺς Βυζαντίους [[αὐτόθι]] 4. 8, 27· τὰ [[ἐκεῖ]] πάντα πρὸς Λακεδαιμονίους [[αὐτόθι]] 2. 2, 5· [[ὡσαύτως]], ἐκ τῆς καθεστηκυίας [[ἄλλην]] μ. [πολιτείαν], εἰσάγειν νέον [[πολίτευμα]], Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 1, 8, πρβλ. Πλάτ. Ἐπιστ. 319D. 2) [[μετὰ]] γενικ. διαιρ., καὶ οὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος, καὶ [[[οὐδόλως]]] μεταβάλλει τὸ χρῶμά του, κατὰ λέξιν «οὐδὲν [[μέρος]] τοῦ χρώματος μεταβάλλει», Ἀριστοφ. Ἱππ. 398. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀπαλλάττω, ἐλευθερώνω, τινὰ νόσου Σοφ. Φιλ. 463· κακῶν, πόνων Εὐρ. Ἑλ. 1442, Ι. Τ. 991· ὕπνου ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 133. 2) μετακινῶ ἀπὸ τόπου τινὸς εἰς ἕτερον, μεταθέτω, Θουκ. 4. 57· ὠστράκιζον καὶ μεθίστασαν ἐκ τῆς πόλεως Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 13, 15· μ. ἐκ βαρβάρου γῆς Εὐρ. Ι. Τ. 775· εἰς [[ἄλλην]] γῆν μ. [[πόδα]] ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 49· - οὕτω κατὰ μέσ. ἀόρ. α΄ μεταστήσασθαι, [[διατάσσω]] τινὰ νὰ ἀπομακρυνθῇ, νὰ ὑπάγῃ εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]] τῆς οἰκίας, μεταστησάμενος δὲ τοὺς ἄλλους εἴρετο Κροῖσον Ἡρόδ. 1. 89., 8. 101, Ἀνδοκ. 39. 38, Θουκ. 1. 79, κτλ. Β. Παθ., ἀόρ. α΄ μετεστάθην [ᾰ] Εὐρ. Ἠλ. 1201, Πλάτ., [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀορ. β΄, πρκμ., καὶ ὑπερσ. ἐνεργ.· Ι. ἐπὶ προσώπων, ἵσταμαι μεταξὺ ἢ ἐν τῷ μέσῳ..., [[μετὰ]] δοτ., ἑτάροισι μεθίστατο Ἰλ. Ε. 514. 2) ἀποσύρομαι, [[κάμνω]] τόπον νὰ περάσῃ τις, ὦ ξένε, τυράννοις ἐκποδὼν μεθίστασο Εὐρ. Φοίν. 40· ἀποσύρομαι, [[ἀπέρχομαι]], [[ἀπομακρύνομαι]], παλαιὸν εἰς [[ἴχνος]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 538· ἐκ τῆς τάξεως Ἡρόδ. 9. 58· ἐκ τυραννικοῦ κύκλου Σοφ. Αἴ. 749· ἔξω τῆς οἰκουμένης Αἰσχίν. 77. 19· [[μετὰ]] γεν., δεῦρ’ Ἰωλκίας Χθονὸς Εὐρ. Μήδ. 551· θρόνων ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 75· μ. φυγῇ ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1295· ἀπολ., μετάσταθ’ ἀπόβαθι Σοφ. Ο. Κ. 162· [[ὅταν]] μεταστῇ [[[ὄλβος]]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 576. 6. 3) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., παύομαι, κότου Αἰσχύλ. Εὐμ. 900· ξηρῶν τρόπων Ἀριστοφ. Σφ. 1451, πρβλ. Πλ. 365· λύπης, κακῶν Εὐρ. Ἄλκ. 1122, Ἑλ. 856· μ. βίου, [[ἀποθνήσκω]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 21· μ. φρενῶν, παραφρονῶ, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 944. 4) [[μεταβαίνω]], εἰς ἑτέραν φατρίαν, ἀποστατῶ, ἀφίσταμαι, Θουκ. 1, 35, κλτ.· ἀπό τινος 8. 76· παρὰ ἢ [[πρός]] τινα 1. 107, 130. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, μεταβάλλομαι, ἀλλοιοῦμαι, [[ἐνίοτε]] ἐπὶ τὸ βέλτιον, τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης Ἡρόδ. 1. 118, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 911· [[ὡσαύτως]] καὶ ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]], ἐξ ἧς [μεταβολῆς] [[ὀλιγαρχία]] μετέστη Πλάτ. Πολ. 553Ε, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 25, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 1, 1· ἐκ φωτὸς εἰς [[σκότος]] μ. Πλάτ. Πολ. 518Α· εἴ τι μὴ [[δαίμων]]... μεθέστηκε στρατῷ, ἐὰν μὴ ἔχῃ μεταβληθῇ ἡ [[τύχη]] διὰ τὸν στρατόν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 158. | |lstext='''μεθίστημι''': Α. Μεταβ., κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., μέλλ. καὶ ἀόρ. α΄, τοποθετῶ κατ’ ἄλλον τρόπον, [[μεταλλάσσω]], [[μεταβάλλω]], μεταστήσω τοι [[ταῦτα]], θά σοι τὰ ἀλλάξω, δηλ. θά σοι δώσω ἄλλα (δῶρα) ἀντ’ αὐτῶν, Ὀδ. Δ. 612· μ. τὰ [[νόμιμα]] πάντα Ἡρόδ. 1. 65· [[ὄνομα]], τύχην, κτλ., Εὐρ., κτλ.· τὸ μέγα εἰς οὐδὲν μ. [[χρόνος]] Εὐρ. Ἀποσπ. 306· μ. νόμους Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 64· ταύτην τὴν πολιτείαν Πλάτ. Πολ. 562C· μ. τὴν πόλιν ἐκ τοῦ παρόντος κόσμου Θουκ. 8. 48· ἐς ὀλιγαρχίαν μ. [τὴν πολιτείαν] Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 24· ἐξ ὀλιγαρχίας ἐς τὸ δημοκρατεῖσθαι μ. τοὺς Βυζαντίους [[αὐτόθι]] 4. 8, 27· τὰ [[ἐκεῖ]] πάντα πρὸς Λακεδαιμονίους [[αὐτόθι]] 2. 2, 5· [[ὡσαύτως]], ἐκ τῆς καθεστηκυίας [[ἄλλην]] μ. [πολιτείαν], εἰσάγειν νέον [[πολίτευμα]], Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 1, 8, πρβλ. Πλάτ. Ἐπιστ. 319D. 2) [[μετὰ]] γενικ. διαιρ., καὶ οὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος, καὶ [[[οὐδόλως]]] μεταβάλλει τὸ χρῶμά του, κατὰ λέξιν «οὐδὲν [[μέρος]] τοῦ χρώματος μεταβάλλει», Ἀριστοφ. Ἱππ. 398. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀπαλλάττω, ἐλευθερώνω, τινὰ νόσου Σοφ. Φιλ. 463· κακῶν, πόνων Εὐρ. Ἑλ. 1442, Ι. Τ. 991· ὕπνου ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 133. 2) μετακινῶ ἀπὸ τόπου τινὸς εἰς ἕτερον, μεταθέτω, Θουκ. 4. 57· ὠστράκιζον καὶ μεθίστασαν ἐκ τῆς πόλεως Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 13, 15· μ. ἐκ βαρβάρου γῆς Εὐρ. Ι. Τ. 775· εἰς [[ἄλλην]] γῆν μ. [[πόδα]] ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 49· - οὕτω κατὰ μέσ. ἀόρ. α΄ μεταστήσασθαι, [[διατάσσω]] τινὰ νὰ ἀπομακρυνθῇ, νὰ ὑπάγῃ εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]] τῆς οἰκίας, μεταστησάμενος δὲ τοὺς ἄλλους εἴρετο Κροῖσον Ἡρόδ. 1. 89., 8. 101, Ἀνδοκ. 39. 38, Θουκ. 1. 79, κτλ. Β. Παθ., ἀόρ. α΄ μετεστάθην [ᾰ] Εὐρ. Ἠλ. 1201, Πλάτ., [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀορ. β΄, πρκμ., καὶ ὑπερσ. ἐνεργ.· Ι. ἐπὶ προσώπων, ἵσταμαι μεταξὺ ἢ ἐν τῷ μέσῳ..., [[μετὰ]] δοτ., ἑτάροισι μεθίστατο Ἰλ. Ε. 514. 2) ἀποσύρομαι, [[κάμνω]] τόπον νὰ περάσῃ τις, ὦ ξένε, τυράννοις ἐκποδὼν μεθίστασο Εὐρ. Φοίν. 40· ἀποσύρομαι, [[ἀπέρχομαι]], [[ἀπομακρύνομαι]], παλαιὸν εἰς [[ἴχνος]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 538· ἐκ τῆς τάξεως Ἡρόδ. 9. 58· ἐκ τυραννικοῦ κύκλου Σοφ. Αἴ. 749· ἔξω τῆς οἰκουμένης Αἰσχίν. 77. 19· [[μετὰ]] γεν., δεῦρ’ Ἰωλκίας Χθονὸς Εὐρ. Μήδ. 551· θρόνων ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 75· μ. φυγῇ ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1295· ἀπολ., μετάσταθ’ ἀπόβαθι Σοφ. Ο. Κ. 162· [[ὅταν]] μεταστῇ [[[ὄλβος]]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 576. 6. 3) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., παύομαι, κότου Αἰσχύλ. Εὐμ. 900· ξηρῶν τρόπων Ἀριστοφ. Σφ. 1451, πρβλ. Πλ. 365· λύπης, κακῶν Εὐρ. Ἄλκ. 1122, Ἑλ. 856· μ. βίου, [[ἀποθνήσκω]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 21· μ. φρενῶν, παραφρονῶ, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 944. 4) [[μεταβαίνω]], εἰς ἑτέραν φατρίαν, ἀποστατῶ, ἀφίσταμαι, Θουκ. 1, 35, κλτ.· ἀπό τινος 8. 76· παρὰ ἢ [[πρός]] τινα 1. 107, 130. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, μεταβάλλομαι, ἀλλοιοῦμαι, [[ἐνίοτε]] ἐπὶ τὸ βέλτιον, τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης Ἡρόδ. 1. 118, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 911· [[ὡσαύτως]] καὶ ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]], ἐξ ἧς [μεταβολῆς] [[ὀλιγαρχία]] μετέστη Πλάτ. Πολ. 553Ε, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 25, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 1, 1· ἐκ φωτὸς εἰς [[σκότος]] μ. Πλάτ. Πολ. 518Α· εἴ τι μὴ [[δαίμων]]... μεθέστηκε στρατῷ, ἐὰν μὴ ἔχῃ μεταβληθῇ ἡ [[τύχη]] διὰ τὸν στρατόν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 158. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> [[μεταστήσω]], <i>ao.</i> [[μετέστησα]], <i>etc.</i><br /><i>Pass. f.</i> μετασταθήσομαι, <i>ao.</i> [[μετεστάθην]], <i>etc., v.</i> [[ἵστημι]];<br /><b>I.</b> <i>tr., aux temps suiv. : prés., impf., f., ao. et à l’ao. Moy.</i> μετεστησάμην;<br /><b>1</b> déplacer : τινά transporter, exiler qqn;<br /><b>2</b> changer : τὰ νόμιμα HDT les lois ; τοὺς τρόπους EUR les mœurs ; <i>avec le gén.</i> : χρώματος AR changer de couleur ; <i>avec un double rég.</i> : τινα νόσου SOPH délivrer qqn d’une maladie;<br /><b>II.</b> <i>intr. aux temps suiv. : ao.</i> [[μετέστην]], <i>pf.</i> [[μεθέστηκα]], <i>pqp.</i> [[μεθειστήκειν]] ; <i>Moy. prés.</i> μεθίσταμαι, <i>impf.</i> μεθιστάμην, <i>f.</i> [[μεταστήσομαι]];<br /><b>1</b> changer de place, se déplacer : μετάσταθ’ ἀπόβαθι SOPH va ! éloigne-toi ; [[ἐκ]] τῆς τάξιος HDT quitter son poste ; [[ἔξω]] τῆς οἰκουμένης ESCHN quitter la terre ; <i>poét. avec le dat. seul</i> : στρατῷ ESCHL abandonner l’armée ; <i>particul.</i> passer d’un camp <i>ou</i> d’un parti dans un autre, faire défection : [[ἀπό]] τινος abandonner le parti de qqn ; [[παρά]] τινα, [[πρός]] τινα passer dans le parti de qqn ; χωρία πρὸς Λακεδαιμονίους μεθεστηκότα XÉN les pays qui avaient passé du côté des Lacédémoniens ; τῆς τύχης [[εὖ]] μετεστεώσης HDT la fortune ayant favorablement tourné;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> sortir d’un état, d’une situation : βίου EUR quitter la vie ; [[εἰς]] δουλείαν PLUT voir sa situation changée en servitude;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεθίσταμαι;<br /><b>1</b> (<i>tr., à l’ao.</i> μετεστησάμην) déplacer, éloigner de soi, faire sortir : τινα qqn ; <i>particul.</i> exiler, bannir;<br /><b>2</b> (<i>intr. aux temps suiv. : prés.</i> μεθίσταμαι, <i>impf.</i> μεθιστάμην, <i>f.</i> [[μεταστήσομαι]]) se tenir au milieu de <i>ou</i> parmi : ἑτάροισι au milieu de ses compagnons.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἵστημι]]. | |||
}} | }} |