μελλόγαμος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελλόγᾰμος''': -ον, ὁ μέλλων ἐντὸς ὀλίγου νὰ ἔλθῃ εἰς γάμον, Σοφ. Ἀντ. 628 ([[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb), Θεόκρ. 22. 140, Εὐφορίων παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1063· - παρ’ Ἀρκαδ. μελλέγαμος.
|lstext='''μελλόγᾰμος''': -ον, ὁ μέλλων ἐντὸς ὀλίγου νὰ ἔλθῃ εἰς γάμον, Σοφ. Ἀντ. 628 ([[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb), Θεόκρ. 22. 140, Εὐφορίων παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1063· - παρ’ Ἀρκαδ. μελλέγαμος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est sur le point de se marier.<br />'''Étymologie:''' [[μέλλω]], [[γάμος]].
}}
}}