μεγαλογνώμων: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλογνώμων''': -ον, ὁ ἔχων [[ἔξοχα]], γενναῖα αἰσθήματα, [[μεγαλόφρων]], Ξεν. Οἰκ. 21, 8· τὸ μ. = τῷ προηγ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 9. 6.
|lstext='''μεγᾰλογνώμων''': -ον, ὁ ἔχων [[ἔξοχα]], γενναῖα αἰσθήματα, [[μεγαλόφρων]], Ξεν. Οἰκ. 21, 8· τὸ μ. = τῷ προηγ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 9. 6.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui a de grands sentiments, magnanime ; τὸ μεγαλογνῶμον la magnanimité.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[γνώμη]].
}}
}}