3,274,216
edits
(6_3) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μάλη''': [ᾰ], ἡ, πιθανῶς καθωμιλημένος [[τύπος]] τοῦ [[μασχάλη]], ἀπαντῶν μόνον ἐν τῇ φράσει: ὑπὸ μάλης, ὑπὸ τὴν μασχάλην, [[ὅπου]] δύναταί τις νὰ κρύψῃ [[ὅπλον]], ξιφίδια ὑπὸ μάλης ἔχοντας Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 23· λαβὼν ὑπὸ μάλης ἐγχειρίδιον Πλάτ. Γοργ. 469D· ἀνθ’ οὗ ὁ Ἀριστοφ. ἐν Λυσ. 985 λέγει κωμικῶς, [[δόρυ]] δῆθ’ ὑπὸ μάλης ἥκεις ἔχων· [[ὡσαύτως]], κρύπτειν ὑπὸ μάλης Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 23· καὶ ἐν τῷ Ἐνυπν. 14, ὑπὸ μάλην ἔχειν· - [[ἐντεῦθεν]], 2) λάθρᾳ, κρυφίως, Λατ. furtim, ὑπὸ μάλης λαβεῖν Πλάτ. Νόμ. 789C· οὐδ’ ὑπὸ μάλης ἡ [[πρόσκλησις]] γέγονεν, ἀλλ’ ἐν τῇ ἀγορᾷ μέσῃ Δημ. 848. 12, πρβλ. Δίωνα Κ. 46. 23. | |lstext='''μάλη''': [ᾰ], ἡ, πιθανῶς καθωμιλημένος [[τύπος]] τοῦ [[μασχάλη]], ἀπαντῶν μόνον ἐν τῇ φράσει: ὑπὸ μάλης, ὑπὸ τὴν μασχάλην, [[ὅπου]] δύναταί τις νὰ κρύψῃ [[ὅπλον]], ξιφίδια ὑπὸ μάλης ἔχοντας Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 23· λαβὼν ὑπὸ μάλης ἐγχειρίδιον Πλάτ. Γοργ. 469D· ἀνθ’ οὗ ὁ Ἀριστοφ. ἐν Λυσ. 985 λέγει κωμικῶς, [[δόρυ]] δῆθ’ ὑπὸ μάλης ἥκεις ἔχων· [[ὡσαύτως]], κρύπτειν ὑπὸ μάλης Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 23· καὶ ἐν τῷ Ἐνυπν. 14, ὑπὸ μάλην ἔχειν· - [[ἐντεῦθεν]], 2) λάθρᾳ, κρυφίως, Λατ. furtim, ὑπὸ μάλης λαβεῖν Πλάτ. Νόμ. 789C· οὐδ’ ὑπὸ μάλης ἡ [[πρόσκλησις]] γέγονεν, ἀλλ’ ἐν τῇ ἀγορᾷ μέσῃ Δημ. 848. 12, πρβλ. Δίωνα Κ. 46. 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />aisselle, <i>seul. dans la loc.</i> ὑπὸ μάλης, sous l’aisselle <i>au propre et au fig. càd</i> en cachette, sous le manteau.<br />'''Étymologie:''' DELG de [[μασχάλη]]. | |||
}} | }} |