3,276,901
edits
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾱκιστήρ''': ῆρος, ὁ, [[μακρός]], [[σχοινοτενής]], μή τι μακιστῆρα μῦθον, ἀλλὰ σύντομον λέγων εἰπὲ καὶ πέραινε πάντα Αἰσχύλ. Πέρσ. 698 (διάφορ. γραφ. [[μακεστήρ]]). - Ἐν Ἱκέτ. 466, ἀντὶ τοῦ μακιστῆρα καρδίας λόγον (ἑρμηνευομένου: εἰσχωροῦντα βαθέως εἰς τὴν καρδίαν, διαπερῶντα αὐτήν), ὁ Auratus προέτεινε μαστικτῆρα, ὁ δὲ Ἕρμανν. δακνιστῆρα (ἑπόμενος τῷ Σχολιαστῇ ἑρμηνεύοντι διὰ τοῦ καρδίας δηκτικόν). | |lstext='''μᾱκιστήρ''': ῆρος, ὁ, [[μακρός]], [[σχοινοτενής]], μή τι μακιστῆρα μῦθον, ἀλλὰ σύντομον λέγων εἰπὲ καὶ πέραινε πάντα Αἰσχύλ. Πέρσ. 698 (διάφορ. γραφ. [[μακεστήρ]]). - Ἐν Ἱκέτ. 466, ἀντὶ τοῦ μακιστῆρα καρδίας λόγον (ἑρμηνευομένου: εἰσχωροῦντα βαθέως εἰς τὴν καρδίαν, διαπερῶντα αὐτήν), ὁ Auratus προέτεινε μαστικτῆρα, ὁ δὲ Ἕρμανν. δακνιστῆρα (ἑπόμενος τῷ Σχολιαστῇ ἑρμηνεύοντι διὰ τοῦ καρδίας δηκτικόν). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> long et ennuyeux (discours);<br /><b>2</b> qui perce, qui blesse, gén..<br />'''Étymologie:''' 1) [[μακρός]] - 2) leçon corrompue pour μαστικτήρ, cf. [[μαστίκτωρ]], [[μαστίζω]]. | |||
}} | }} |