μέταζε: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μέταζε''': ἐπίρρ., ([[μετὰ]]) [[μεταξύ]] ἢ [[μετὰ]] [[ταῦτα]], τὰ [[μέταζε]] χατίζων, δηλ. μεταξὺ τοῦ νῦν χρόνου καὶ τοῦ ἑπομένου θέρους ὑφιστάμενος στερήσεις, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 392, πρβλ. Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 42. 22, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 29, Α. Β. 945 (τὰ Ἀντίγραφ. καὶ οἱ Σχολιαστ. ἔχουσι: τὰ [[μεταξύ]]).
|lstext='''μέταζε''': ἐπίρρ., ([[μετὰ]]) [[μεταξύ]] ἢ [[μετὰ]] [[ταῦτα]], τὰ [[μέταζε]] χατίζων, δηλ. μεταξὺ τοῦ νῦν χρόνου καὶ τοῦ ἑπομένου θέρους ὑφιστάμενος στερήσεις, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 392, πρβλ. Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 42. 22, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 29, Α. Β. 945 (τὰ Ἀντίγραφ. καὶ οἱ Σχολιαστ. ἔχουσι: τὰ [[μεταξύ]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />dans la suite.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], -ζε.
}}
}}