μελάμφυλλος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελάμφυλλος''': -ον, ὁ ἔχων μέλανα, μαῦρα φύλλα, δάφνα Ἀνακρ. 82˙ κισσὸς Διον. Π. 573˙ ἐπὶ τόπων, [[δασύς]], [[σύσκιος]], [[κατάσκιος]] ἐκ τῶν φύλλων, Αἴτνα Πινδ. Π. 1. 53˙ γῆ Σοφ. Ο. Κ. 482˙ ὄρη Ἀριστοφ. Θεσμ. 997. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., μελάμφυλον, τό, = [[ἄκανθος]], Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθων) 3. 19.
|lstext='''μελάμφυλλος''': -ον, ὁ ἔχων μέλανα, μαῦρα φύλλα, δάφνα Ἀνακρ. 82˙ κισσὸς Διον. Π. 573˙ ἐπὶ τόπων, [[δασύς]], [[σύσκιος]], [[κατάσκιος]] ἐκ τῶν φύλλων, Αἴτνα Πινδ. Π. 1. 53˙ γῆ Σοφ. Ο. Κ. 482˙ ὄρη Ἀριστοφ. Θεσμ. 997. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., μελάμφυλον, τό, = [[ἄκανθος]], Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθων) 3. 19.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au feuillage sombre.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[φύλλον]].
}}
}}