μένω: Difference between revisions

1,648 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μένω''': Ἰων. παρατ. μένεσκον Ἰλ. Τ. 42, Ἡρόδ. 4. 42· Ἰων. μέλλ. μενέω Ἰλ. Τ. 308, Ἡρόδ. 4. 119, κτλ., Ἀττ. μενῶ: ἀόρ. ἔμεινα· πρβλ. μεμένηκα (συνηθέστερον τὸ σύνθ. ἐμ-) Δημ. 331. 28· - οἱ λοιποὶ ὁμαλοὶ χρόνοι [[εἶναι]] κοινοί· - ῥημ. ἐπίθ. [[μενετός]], [[μενετέον]], παρὰ μεταγεν. [[μενητέον]]: - [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς μετ’ ἀναδιπλ. [[μίμνω]], ὅ ἐστι μι-[[μένω]], ἴδε τὰς λ. (Πρβλ. τὸ Λατ. maneo· ἴδε ἐν λ. *μάω). Μένω ἔν τινι θέσει, πολύ, [[περιμένω]]: Ι. [[μένω]], [[διαμένω]] [[σταθερός]], ἐν τῇ θέσει μου ἐν μάχῃ, [[ὑπομένω]], Ὅμ· [[ὅστις]] συνάπτει αὐτὸ (ὡς συνώνυμον) [[μετὰ]] τοῦ τλῆναι, ἀντίθετ. τῷ φεύγειν· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ.· ἐμπέδως μ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 854· [[ἀραρότως]] ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 945· μ. κατὰ χώραν, ἐπὶ στρατιωτῶν, Θουκ. 4. 26. 2) [[μένω]] [[οἴκοι]], [[μένω]] [[ὅπου]] εἶμαι, [[μένω]] [[ἀκίνητος]], Ἰλ. Π. 838· ἀλλὰ πληρέστερον, [[ἔντοσθε]] μένειν Ἡσ. Θ. 598· μ. [[αὐτοῦ]] Ἡρόδ. 8. 62· [[οἴκοι]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 300. [[εἴσω]] δόμων ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 232· κατ’ οἶκον Εὐρ. Ι. Α. 656· ἐν δόμοις Σοφ. Αἴ. 80· [[ἔνδον]] μένεις Ἄμφις ἐν «Ἀθάμαντι» 1· - [[ἁπλῶς]], [[παραμένω]], [[διαμένω]], κατοικῶ, [[πρός]] τινα Ἱππ. 1276. 34· [[ἐκεῖ]] Πολύβ. 30. 4, 10, πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 5· - [[ἀλλά]], μ. ἀπό τινος, [[διαμένω]] [[μακράν]] τινος, [[ἀπουσιάζω]] ἀπό τινος, Ἰλ. Β. 292, Σ. 64. 3) [[διαμένω]], χρονοτριβῶ, ἐς ἠέλιον καταδύντα Ὀδ. Ρ. 570· μενέουσιν, [[εἰσόκε]] περ Τροίην διαπέρσομεν Ἰλ. Ι. 45· μετά τινος ἐννοίας βραδύτητος ἢ ὀκνηρίας, Ι. 318, Λ. 666, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 796· οἱ μένοντες Ξεν. Ἀν. 4. 4, 19, κτλ. 4) ἐπὶ πραγμάτων, διατηροῦμαι, [[διαμένω]], διαρκῶ, [[παραμένω]], [[στήλη]] μένει ἔμπεδον Ἰλ. Ρ. 424· ἀσφαλὲς [[αἰέν]]... μένει οὐρανὸς Πινδ. Ν. 6. 7· τόδ’ αἰανῶς μένοι Αἰσχύλ. Εὐμ. 672· αἰῶνα δ’ ἐς τρίτον μένει ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 744· μ. τὰ βουλεύματα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 6, 3· οἱ μένοντες (δηλ. ἀστέρες), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: οἱ πλάνητες, ὁ αὐτ. π. Οὐραν. 2. 8, 10· μένουσιν ἀριστοκρατίαι, [[εἶναι]] σταθεραί, διαρκεῖς, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 8, 5· τὸ [[νόμισμα]] βούλεται μένειν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 5. 5, 14, κτλ. 5) ἐπὶ καταστάσεων, [[διαμένω]] ἐν ᾗ καταστάσει εὑρισκόμην, ἐπὶ παρθένου, Ἰλ. Τ. 263· [[καθόλου]], [[διαμένω]] ὡς πρότερον, ἐξακολουθῶ, διατηροῦμαι, [[ἰσχύω]], ἔχω κῦρος, ἢν μείνωσιν ὅρκοι Εὐρ. Ἀνδρ. 1000· οὕτω, μένειν κατὰ χώρην, ἐπὶ ὅρκου, Ἡρόδ. 4. 201· ἐπὶ περιστάσεων, Θουκ. 4. 76· οὐδαμὰ ἐν ταὐτῷ μ., ἐπὶ εὐτυχίας, Ἡρόδ. 1. 5· μένειν ἐμπέδοις φρονήμασι Σοφ. Ἀντ. 169· μ. ἐπὶ τούτων, [[μένω]] εὐχαριστημένος μέ..., Δημ. 42. 29· οὕτω, μ. ἐπὶ τούτοις Ἰσοκρ. 160Α· μ. ἐλεύθερον Μένανδ. ἐν «Ἑαυτὸν τιμωρουμένῳ» 6. 6) [[μένω]] σταθερὸς εἴς τινα γνώμην ἢ πεποίθησιν κτλ., ἐπὶ τῷ ἀληθεῖ, ὡς τὸ ἐμμένειν τῷ ἀληθεῖ, Πλάτ. Πρωτ. 356Ε· μενέτωσαν ἐν τοῖς διαγνωσθεῖσι Νόμ. παρὰ Δημ. 545. 9· ἐπὶ τούτῳ τῷ βίῳ [[μένω]], [[μένω]] εὐχαριστημένος μέ..., Πλάτ. Πολ. 466C. 7) ἀπροσ. μετ’ ἀπαρ., μένει εἴς τινα νὰ πράξῃ τι, μένει... τίνειν θέμιν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 435· τοῖς πᾶσιν ἀνθρώποισι κατθανεῖν μένει Εὐρ. Ἀποσπ. 39. ΙΙ. μεταβ. ἐπὶ προσώπων, [[περιμένω]], [[ἀναμένω]], προσδοκῶ, Ἠῶ μίμνειν Ἰλ. Θ. 565, κ. ἀλλ.· ἰδίως, [[ὑπομένω]] προσβολὴν [[ἄνευ]] κλονισμοῦ, Λατ. mamere hostem, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἀττ.· [[οὕτως]] ἐπὶ βράχου μένοντος ἐν τρικυμίᾳ ἀκινήτου Ἰλ. Ο. 620· ἀπορίαν γὰρ οὐ μενῶ Εὐρ. Φοίν. 740· - τἀνάπαλιν ἐπὶ πραγμάτων, τὸ μόρσιμον γὰρ τὸν τ’ ἐλεύθερον μένει, περιμένει αὐτόν, Αἰσχύλ. Χο. 103· ἐπίξηνον μένει (ἐνν. με) ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1277· ἀγὼν γὰρ ἄνδρας οὐ μένει λελυμένους ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 39. 2) [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[περιμένω]] τι, ἦ μένετε Τρῶας σχεδὸν ἐλθέμεν; περιμένετε τοὺς Τρ. νὰ ἔλθωσι πλησίον; Ἰλ. Δ. 247· μένον δ’ ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν, περιέμενον νὰ ἔλθῃ ἡ [[ἑσπέρα]], Ὀδ. Α. 422, κτλ.· οὐδ’ [[ἔμειν]]’ ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν Πινδ. Π. 3. 28· τί μένεις... ἰέναι; τί περιμένεις νὰ ὑπάγῃς; Θέογν. 351· [[μένω]] δ’ ἀκοῦσαι, [[περιμένω]], δηλ. ποθῶ νὰ ἀκούσω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 677, πρβλ. Ἀγ. 459, Εὐρ. Ἀνδρ. 255 ([[ὅπερ]] προσεγγίζει τὸ [[μένω]] εἰς τὸ [[μέμονα]]).
|lstext='''μένω''': Ἰων. παρατ. μένεσκον Ἰλ. Τ. 42, Ἡρόδ. 4. 42· Ἰων. μέλλ. μενέω Ἰλ. Τ. 308, Ἡρόδ. 4. 119, κτλ., Ἀττ. μενῶ: ἀόρ. ἔμεινα· πρβλ. μεμένηκα (συνηθέστερον τὸ σύνθ. ἐμ-) Δημ. 331. 28· - οἱ λοιποὶ ὁμαλοὶ χρόνοι [[εἶναι]] κοινοί· - ῥημ. ἐπίθ. [[μενετός]], [[μενετέον]], παρὰ μεταγεν. [[μενητέον]]: - [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς μετ’ ἀναδιπλ. [[μίμνω]], ὅ ἐστι μι-[[μένω]], ἴδε τὰς λ. (Πρβλ. τὸ Λατ. maneo· ἴδε ἐν λ. *μάω). Μένω ἔν τινι θέσει, πολύ, [[περιμένω]]: Ι. [[μένω]], [[διαμένω]] [[σταθερός]], ἐν τῇ θέσει μου ἐν μάχῃ, [[ὑπομένω]], Ὅμ· [[ὅστις]] συνάπτει αὐτὸ (ὡς συνώνυμον) [[μετὰ]] τοῦ τλῆναι, ἀντίθετ. τῷ φεύγειν· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ.· ἐμπέδως μ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 854· [[ἀραρότως]] ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 945· μ. κατὰ χώραν, ἐπὶ στρατιωτῶν, Θουκ. 4. 26. 2) [[μένω]] [[οἴκοι]], [[μένω]] [[ὅπου]] εἶμαι, [[μένω]] [[ἀκίνητος]], Ἰλ. Π. 838· ἀλλὰ πληρέστερον, [[ἔντοσθε]] μένειν Ἡσ. Θ. 598· μ. [[αὐτοῦ]] Ἡρόδ. 8. 62· [[οἴκοι]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 300. [[εἴσω]] δόμων ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 232· κατ’ οἶκον Εὐρ. Ι. Α. 656· ἐν δόμοις Σοφ. Αἴ. 80· [[ἔνδον]] μένεις Ἄμφις ἐν «Ἀθάμαντι» 1· - [[ἁπλῶς]], [[παραμένω]], [[διαμένω]], κατοικῶ, [[πρός]] τινα Ἱππ. 1276. 34· [[ἐκεῖ]] Πολύβ. 30. 4, 10, πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 5· - [[ἀλλά]], μ. ἀπό τινος, [[διαμένω]] [[μακράν]] τινος, [[ἀπουσιάζω]] ἀπό τινος, Ἰλ. Β. 292, Σ. 64. 3) [[διαμένω]], χρονοτριβῶ, ἐς ἠέλιον καταδύντα Ὀδ. Ρ. 570· μενέουσιν, [[εἰσόκε]] περ Τροίην διαπέρσομεν Ἰλ. Ι. 45· μετά τινος ἐννοίας βραδύτητος ἢ ὀκνηρίας, Ι. 318, Λ. 666, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 796· οἱ μένοντες Ξεν. Ἀν. 4. 4, 19, κτλ. 4) ἐπὶ πραγμάτων, διατηροῦμαι, [[διαμένω]], διαρκῶ, [[παραμένω]], [[στήλη]] μένει ἔμπεδον Ἰλ. Ρ. 424· ἀσφαλὲς [[αἰέν]]... μένει οὐρανὸς Πινδ. Ν. 6. 7· τόδ’ αἰανῶς μένοι Αἰσχύλ. Εὐμ. 672· αἰῶνα δ’ ἐς τρίτον μένει ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 744· μ. τὰ βουλεύματα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 6, 3· οἱ μένοντες (δηλ. ἀστέρες), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: οἱ πλάνητες, ὁ αὐτ. π. Οὐραν. 2. 8, 10· μένουσιν ἀριστοκρατίαι, [[εἶναι]] σταθεραί, διαρκεῖς, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 8, 5· τὸ [[νόμισμα]] βούλεται μένειν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 5. 5, 14, κτλ. 5) ἐπὶ καταστάσεων, [[διαμένω]] ἐν ᾗ καταστάσει εὑρισκόμην, ἐπὶ παρθένου, Ἰλ. Τ. 263· [[καθόλου]], [[διαμένω]] ὡς πρότερον, ἐξακολουθῶ, διατηροῦμαι, [[ἰσχύω]], ἔχω κῦρος, ἢν μείνωσιν ὅρκοι Εὐρ. Ἀνδρ. 1000· οὕτω, μένειν κατὰ χώρην, ἐπὶ ὅρκου, Ἡρόδ. 4. 201· ἐπὶ περιστάσεων, Θουκ. 4. 76· οὐδαμὰ ἐν ταὐτῷ μ., ἐπὶ εὐτυχίας, Ἡρόδ. 1. 5· μένειν ἐμπέδοις φρονήμασι Σοφ. Ἀντ. 169· μ. ἐπὶ τούτων, [[μένω]] εὐχαριστημένος μέ..., Δημ. 42. 29· οὕτω, μ. ἐπὶ τούτοις Ἰσοκρ. 160Α· μ. ἐλεύθερον Μένανδ. ἐν «Ἑαυτὸν τιμωρουμένῳ» 6. 6) [[μένω]] σταθερὸς εἴς τινα γνώμην ἢ πεποίθησιν κτλ., ἐπὶ τῷ ἀληθεῖ, ὡς τὸ ἐμμένειν τῷ ἀληθεῖ, Πλάτ. Πρωτ. 356Ε· μενέτωσαν ἐν τοῖς διαγνωσθεῖσι Νόμ. παρὰ Δημ. 545. 9· ἐπὶ τούτῳ τῷ βίῳ [[μένω]], [[μένω]] εὐχαριστημένος μέ..., Πλάτ. Πολ. 466C. 7) ἀπροσ. μετ’ ἀπαρ., μένει εἴς τινα νὰ πράξῃ τι, μένει... τίνειν θέμιν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 435· τοῖς πᾶσιν ἀνθρώποισι κατθανεῖν μένει Εὐρ. Ἀποσπ. 39. ΙΙ. μεταβ. ἐπὶ προσώπων, [[περιμένω]], [[ἀναμένω]], προσδοκῶ, Ἠῶ μίμνειν Ἰλ. Θ. 565, κ. ἀλλ.· ἰδίως, [[ὑπομένω]] προσβολὴν [[ἄνευ]] κλονισμοῦ, Λατ. mamere hostem, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἀττ.· [[οὕτως]] ἐπὶ βράχου μένοντος ἐν τρικυμίᾳ ἀκινήτου Ἰλ. Ο. 620· ἀπορίαν γὰρ οὐ μενῶ Εὐρ. Φοίν. 740· - τἀνάπαλιν ἐπὶ πραγμάτων, τὸ μόρσιμον γὰρ τὸν τ’ ἐλεύθερον μένει, περιμένει αὐτόν, Αἰσχύλ. Χο. 103· ἐπίξηνον μένει (ἐνν. με) ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1277· ἀγὼν γὰρ ἄνδρας οὐ μένει λελυμένους ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 39. 2) [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[περιμένω]] τι, ἦ μένετε Τρῶας σχεδὸν ἐλθέμεν; περιμένετε τοὺς Τρ. νὰ ἔλθωσι πλησίον; Ἰλ. Δ. 247· μένον δ’ ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν, περιέμενον νὰ ἔλθῃ ἡ [[ἑσπέρα]], Ὀδ. Α. 422, κτλ.· οὐδ’ [[ἔμειν]]’ ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν Πινδ. Π. 3. 28· τί μένεις... ἰέναι; τί περιμένεις νὰ ὑπάγῃς; Θέογν. 351· [[μένω]] δ’ ἀκοῦσαι, [[περιμένω]], δηλ. ποθῶ νὰ ἀκούσω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 677, πρβλ. Ἀγ. 459, Εὐρ. Ἀνδρ. 255 ([[ὅπερ]] προσεγγίζει τὸ [[μένω]] εἰς τὸ [[μέμονα]]).
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>f.</i> μενῶ, <i>ao.</i> [[ἔμεινα]], <i>pf.</i> [[μεμένηκα]];<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> demeurer, rester, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> être fixe, stable, sédentaire : [[ἐν]] δόμοις SOPH, δόμοις SOPH, [[εἴσω]] δόμων ESCHL, κατ’ οἶκον EUR rester à l’intérieur de sa maison ; κατὰ χώραν THC rester dans un pays ; [[ἐν]] [[τῷ]] ἐπιτηδεύματι PLAT s’en tenir à son dessein ; ἐπὶ [[τῷ]] βίῳ PLAT s’en tenir au genre de vie qu’on a ; <i>particul. avec idée de perpétuité</i> μένει ἡ [[στήλη]] IL (comme) une colonne reste fixe ; <i>fig.</i> ὁ [[νόμος]] μένει EUR la loi subsiste;<br /><b>2</b> rester de pied ferme, tenir bon : [[οὐ]] μ. SOPH céder;<br /><b>3</b> rester en arrière : [[οἱ]] μένοντες XÉN les traînards;<br /><b>4</b> rester, demeurer, habiter;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> attendre : τινα <i>ou</i> [[τι]], qqn <i>ou</i> qch ; [[μένω]] δ’ ἀκοῦσαι ESCHL je reste pour écouter ; μένειν [[εἰσόκεν]], <i>avec le</i> sbj. attendre que ; [[θεῶν]] ἀρὰ μένει [[σε]] SOPH la malédiction des dieux t’attend;<br /><b>2</b> attendre de pied ferme, acc..<br />'''Étymologie:''' R. Μεν, rester ; cf. <i>lat.</i> maneo.<br /><span class="bld">2</span><i>seul. pf.</i> [[μέμονα]];<br />avoir un désir, désirer, souhaiter, vouloir : [[τι]], qch ; avec un inf. souhaiter de faire qch, désirer faire qch.<br />'''Étymologie:''' R. Μεν, cf. [[μένος]].
}}
}}