μήκων: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μήκων''': Δωρ. [[μάκων]], ωνος, ἡ, ὁ «[[μᾶκος]]», ἡ «παπαροῦνα», [[μήκων]] δ’ ὡς [[ἑτέρωσε]] κάρη βάλεν, ὡς [[μήκων]] ἀπέκλινε πρὸς τὸ ἕτερον τὴν κεφαλήν, Ἰλ. Θ. 306, ([[ἔνθα]] λέγεται ὅτι ἦτο φυτὸν κηπαῖον), πρβλ. Ἡρόδ. 2, 92, Ἀριστοφ. Ὄρν. 160, Θεόκρ. 7. 157. 2) ἡ κεφαλὴ τοῦ φυτοῦ τούτου, ὡς τὸ [[κώδεια]], Ἱππ. 645, 13, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 10· - ἐν χρήσει ὡς ἀρχιτεκτονικὸν [[κόσμημα]], Παυσ. 5. 20, 5· - ἡ κεφαλὴ ἐχρησίμευεν ὡς [[τροφή]], μ. μεμελιτωμένη Θουκ. 4. 26· - μήκωνος [[ὀπός]], τὸ [[ὄπιον]], Ἱππ. 670. 24, κτλ.· πρβλ. [[μηκώνιον]]. ΙΙ. τὸ περίττωμα τῶν ὀστρακηρῶν, δηλ. τῶν ὀστρακοδέρμων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 22 κἑξ., 5. 15, 10· ἡ μελανοφόρος [[κύστις]] τῆς σηπίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 315 ([[ἔνθα]] [[εἶναι]] ἀρσεν.), Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙΙ. μεταλλικὴ [[ἄμμος]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 100. IV. τὸ ἐσωτερικὸν [[μέρος]] τοῦ [[ὠτός]], [[αὐτόθι]] 2, 86 Bekk., [[ἔνθα]] κοινῶς [[μύκων]]. V. = [[πεπλίς]], Διοσκ. 4. 168. (Πρβλ. Ἀρχ. Γερμ. mâg-o, κοινὰ Γερμ. mân (mohn)· Βοημ. màk.)
|lstext='''μήκων''': Δωρ. [[μάκων]], ωνος, ἡ, ὁ «[[μᾶκος]]», ἡ «παπαροῦνα», [[μήκων]] δ’ ὡς [[ἑτέρωσε]] κάρη βάλεν, ὡς [[μήκων]] ἀπέκλινε πρὸς τὸ ἕτερον τὴν κεφαλήν, Ἰλ. Θ. 306, ([[ἔνθα]] λέγεται ὅτι ἦτο φυτὸν κηπαῖον), πρβλ. Ἡρόδ. 2, 92, Ἀριστοφ. Ὄρν. 160, Θεόκρ. 7. 157. 2) ἡ κεφαλὴ τοῦ φυτοῦ τούτου, ὡς τὸ [[κώδεια]], Ἱππ. 645, 13, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 10· - ἐν χρήσει ὡς ἀρχιτεκτονικὸν [[κόσμημα]], Παυσ. 5. 20, 5· - ἡ κεφαλὴ ἐχρησίμευεν ὡς [[τροφή]], μ. μεμελιτωμένη Θουκ. 4. 26· - μήκωνος [[ὀπός]], τὸ [[ὄπιον]], Ἱππ. 670. 24, κτλ.· πρβλ. [[μηκώνιον]]. ΙΙ. τὸ περίττωμα τῶν ὀστρακηρῶν, δηλ. τῶν ὀστρακοδέρμων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 22 κἑξ., 5. 15, 10· ἡ μελανοφόρος [[κύστις]] τῆς σηπίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 315 ([[ἔνθα]] [[εἶναι]] ἀρσεν.), Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙΙ. μεταλλικὴ [[ἄμμος]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 100. IV. τὸ ἐσωτερικὸν [[μέρος]] τοῦ [[ὠτός]], [[αὐτόθι]] 2, 86 Bekk., [[ἔνθα]] κοινῶς [[μύκων]]. V. = [[πεπλίς]], Διοσκ. 4. 168. (Πρβλ. Ἀρχ. Γερμ. mâg-o, κοινὰ Γερμ. mân (mohn)· Βοημ. màk.)
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ἡ, <i>qqf</i> ὁ)<br />pavot, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μῆκος]].
}}
}}